ἀτάσθαλος
English (LSJ)
[ᾰτ], ον,
A reckless, presumptuous, wicked, of men, ἀνέρα . . ἀ. ὀβριμοεργόν Il.22.418; ἀ. ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, etc.; so in Hdt., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀ. 8.109; ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀ. 9.116, cf. Him.Ecl.13.28, al. 2 of men's acts, words, etc., Τρωσὶν τῶν μένος αἰὲν ἀ. Il.13.634; λίην γὰρ ἀ. ὕβριν ἔχουσιν Od.16.86; ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλα Alc.Supp.27.11; λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀ. Hdt.7.35; ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀ. Id.3.80; πρῆγμα ἀ. ποιήσαντες ib.49; ἀ. οὐδὲν ἔρεξας Theoc.22.131.—Ep., Aeol., and Ion. word, used for comic effect by Strato Com.1.38; also in later Prose, Luc.Cont.3, Arr.An.6.27.4, etc.—In EM261.56 also ἀτασθάλεος, ον.
German (Pape)
[Seite 384] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Uebermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, ἀνήρ Od. 8, 166; ὕβρις 16, 86; μένος Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάσθᾰλος: [ᾰτ], ον: κακός, μοχθηρός, αὐθάδης, ὑβριστής, ἀνόσιος, ἄφρων, ἀκόλαστος, θρασύς, «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀτάσθαλος 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· λίην γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· πρῆγμα ἀτ. ποιήσαντες αὐτόθι 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 ὡσαύτως ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.
Étymologie: ἄτη et pê *σθάλ-ος = lat. stol-idus, stul-tus.
English (Autenrieth)
(cf. ἄτη): wicked, wanton, Il. 22.418; mostly of actions, Od. 22.314; esp. in pl., ἀτάσθαλα ῥέζειν, μηχανᾶσθαι, Od. 3.207.
Spanish (DGE)
(ἀτάσθᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 insolente, violento, que trae el mal consigo de pers. y personif. ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν Il.22.418, ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, πατρὸς ἀτασθάλου Hes.Th.164, (Ἔρωτες) ὑβρισταὶ καὶ ἀτασθάλου Anacr.127, cf. Hp.Ep.17 (p.370), ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀ. Thgn.749, ἄνδρα ... ἔοντα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον Hdt.8.109, cf. Alc.76.11, B.18.24, Hdt.9.116, Strato Com.1.38, A.R.1.815, Orph.Fr.83, Luc.Cont.3, Hld.2.16.3, Him.12.28
•de sus acciones, palabras, etc. μένος Il.13.634, ὕβρις Od.16.86, Nonn.D.5.478, ἀτάσθαλα μηχανάαται Hes.Op.241, λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Hdt.7.35, πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες Hdt.3.49, cf. 3.80, Theoc.22.131, Arr.An.6.27.4, Ind.13.12
•neutr. plu. como adv. violentamente ζήλῳ μαργαίνουσαν ἀτάσθαλα Opp.H.3.491, ἀτάσθαλα λωβήσαιτο Orph.Fr.135.3.
2 de concr. criminal φάρμακα Orph.L.588, ἔδνον Nonn.D.16.61.
3 de un caballo indómito Them.Or.1.13c.
• Etimología: Etim. desc. Se ha intentado derivarlo de ἄτας θάλλων y de ἄτας *θάλος pero ἄτη tiene ᾱ, lo cual dificulta la hipótesis.