καταίρω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίρω Medium diacritics: καταίρω Low diacritics: καταίρω Capitals: ΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: kataírō Transliteration B: katairō Transliteration C: katairo Beta Code: katai/rw

English (LSJ)

   A take down, only in Aeol. form κατ-αέρρω for κατ-αείρω (q.v.): elsewh.    II intr., come down, swoop, of birds, ἐς τὰ βιβλία Ar.Av.1288; ἐς Δελφούς Paus.10.15.5; ἀφ' ἑτέρας τινὸς γῆς ἐνταῦθα Plu.Rom.9; of bees, ἐπὶ τὸν θύμον κ. Id.2.41f; of persons, κ. ἀπ' ὄχθων X.Eq.Mag.6.5; ἐκεῖσε E.Ba.1294; εἰς τὰς Ἀθήνας Pl. Hp.Ma.281a; εἰς τὰς τῶν πολεμίων Χεῖρας Plu.Phil.14.    2 of ships, put into port, put in, ἐς Καῦνον Th.8.39; εἰς τὴν Χώραν Hell.Oxy.16.1; ἐπὶ νῆσον, πρὸς τὴν Πανορμῖτιν, Plb.1.60.3, 1.56.3; ἀπὸ τῆς Συρίας δευρί Alciphr.1.38.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. αἴρω), herunterheben, -bringen; gew. intrans., herunterkommen; κατῆρας εἰς τὰς Ἀθήνας Plat. Hipp. mai. A.; κατάραντος τοῦ στρατεύματος ἐπὶ τοὺς τόπους Pol. 28, 12, 3; ἀπ' ὄχθων καταίρειν, herabspringen, Xen. Hipparch. 5, 6; von Schiffen, in den Hafen einlaufen, anlanden, ἐς τὴν Καῦνον κατῆραν Thuc. 8, 39: μετὰ τοῦ στόλου εἰς Κόρινθον Pol. 5, 17, 8; ἐπὶ τὴν νῆσον 1, 60, 3; πρὸς τὴν Πανορμῖτιν 1, 56, 3; Sp.; von Vögeln, herabfliegen, Ar. Av. 1288; ankommen, ἐνταῦθα Plut. Rom. 9; ἐς Δελφούς Paus. 10, 15, 5; – nach B. A. 104, 15 übh. = ἐλθεῖν, ἐκεῖσε Eur. Bacch. 1293. – Das med. καταρέσθαι erkl. Hesych. καταλύειν.

Greek (Liddell-Scott)

καταίρω: μέλλ. -ᾰρῶ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., κατέρχομαι, καταβαίνω, ἐφορμῶ·― ἐπὶ πτηνῶν, καταπέτομαι, ἐς τὰ βιβλία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1288· ἐς Δελφοὺς Παυσ. 10. 15, 5· ἐνταύθα Πλουτ. Ρωμ. 9· οὕτως ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. 2. 41F·― ἐπὶ προσώπων, κατ. ἀπ’ ὄχθων, καταπηδῶ, Ξεν. Ἱππαρχ. 6, 5· ἐκεῖσε Εὐρ. Βάκχ. 1293· ἐς Ἀθήνας Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281Α, κτλ. 2) ἐπὶ πλοίων, καταπλέω, φθάνω, εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἐς Καῦνον Θουκ. 8. 39· ἐκ… ἐπὶ… ἢ πρὸς… Πολύβ. 1. 56, 3., 60. 3· ἀπὸ… δευρὶ Ἀλκίφρ. 1. 38 (ἀντίθ. ἀπαίρω), ― Καθ’ Ἡσύχ. «κατήραμεν· ἤλθομεν»· παρ’ αὐτῷ καὶ ὁ μεσ. τύπος, «καταρέσθαι· καταλύειν».

French (Bailly abrégé)

f. καταρῶ, ao. κατῆραpart. κατάρας;
1 débarquer, aborder, avec εἰς et l’acc.;
2 en gén. descendre, s’abattre sur.
Étymologie: κατά, αἴρω.