καταψεύδομαι
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
fut. -ψεύσομαι: pf. -έψευσμαι D.55.8, Ep.3.35: also in pass. sense, as also aor. -εψεύσθην, v.infr. 11:—
A tell lies against, speak falsely of, τινος Ar.Pax533, Lys. 16.8, Antipho 2.4.7, Pl.R.381d, D.21.134, etc.; κ. τινὸς πρός τινα accuse falsely to another, Plu. Them.25, Phoc.33: abs., Hyp.Lyc.8. 2 allege falsely against, τί τινος And. 1.8, Pl.Euthd.283e, R.391d; τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου D.18.9; ἑαυτοῦ μωρίαν D.H.4.68. 3 say falsely, pretend, ὡς . . E.Ba.334; feign, invent, τι D.18.11. 4 c. gen., make a pretence of, ὕπνου Luc.Asin.7; give a false account of, γένους Arist.Pr.950b6; τῶν πραγμάτων J.BJ Prooem.1. II Pass., to be falsely reported, Ἑλληνικὸς ὅρκος -ψεύδεται Theon Prog.2; τὰ κατεψευσμένα false allegations, Antipho 5.19; to be falsely accused, προδότης εἶναι κατεψεύσθη Philostr.Her.10.7, cf.VA5.24. 2 of writings, to be falsely attributed, τινος to one, Ael.VH12.36: abs., to be spurious, Ath.15.697a, Plu.2.833c. 3 to be wrong, in error, Phld.Mus.p.103 K., Str.9.2.33: c.gen., about... Sor.1.14, 2.4.
Greek (Liddell-Scott)
καταψεύδομαι: ἀποθ., μέλλ. -ψεύσομαι: πρκμ. -έψευσμαι Δημ. 1274. 4, πρβλ. 1483. 5, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ παθητ. ἐννοίας ὡς καὶ ὁ ἀόρ. -εψεύσθην, ἴδε κατωτέρω ΙΙ. Λέγω ψεύδη ἐναντίον τινός, ὁμιλῶ ψευδῶς περί τινος, τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 533, Λυσ. 146. 21, Πλάτ. Πολ. 381D, Δημ. 558. 26· οὗτοι δι’ ἔχθραν καταψεύδονταί μου, καταψευδομαρτυροῦμαι 559, 14· κατ. τινος πρός τινα, ψευδῶς κατηγορῶ τινα πρὸς ἄλλον, Πλουτ. Θεμιστ. 25, Φωκ. 33. 2) ἀναφέρω ψευδῶς ἐναντίον, τί τινος Ἀντιφῶν 120. 5, Ἀνδοκ. 2. 18, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Α, Πολ. 391D· τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου Δημ. 228. 9. 3) λέγω ψευδῶς, πλάττω, προφασίζομαι, καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 334· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπινοῶ, ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες Δημ. 229. 2, Διον. Ἁλ. 4. 68. 4) μετὰ γεν., ὑποκρίνομά τι, προσποιοῦμαι, ὕπνου Λουκ. Ὄν. 7· ἢ, δίδω ἐσφαλμένην πληροφορίαν περί τινος, τοῦ γένους Ἀριστ. Προβλ. 28. 3, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., ψευδῶς ἀναφέρομαι, κατ’ ἐνεστ., Θεοπόμ. Ἱστ. παρὰ Θέων. Προγυμν. 2· ἐν τῷ πρκμ., τὰ κατεψευσμένα, ψευδεῖς διαβεβαιώσεις ἢ ἰσχυρισμοί, Ἀντιφῶν 131. 85· ἐν τῷ ἀορ., προδότης εἶναι κατεψεύσθη, ψευδῶς κατηγορήθη, Φιλόστρ. 714. 2) ἐπὶ συγγραμμάτων, ψευδῶς ἀποδίδομαι, τινος, εἴς τινα· εἰμὴ οὐκ εἰσὶν Ἡσιόδου τὰ ἔπη, ἀλλ’ ὡς πολλὰ καὶ ἄλλα κατέψευσται αὐτοῦ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 36· ἀπολ., εἶμαι νόθος, Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ, εἰ μὴ κατέψευσται ὁ λόγος Ἀθήν. 697Α, Πλουτ. Θεμ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. καταψεύσομαι, ao. κατεψευσάμην au sens. Act., κατεψεύσθην au sens Pass., pf. κατέψευσμαι;
I. au sens Act. 1 proférer un mensonge ou une calomnie : τινος contre qqn ; τινός τι accuser faussement qqn de qch ; τινος πρός τινα accuser faussement une personne auprès d’une autre;
2 avec un seul rég. faire une fausse déclaration au sujet de : ὕπνου LUC prétexter le sommeil ; simpl. feindre, imaginer, acc.;
II. Pass. (d’ord. à l’ao. κατεψεύσθην, et qqf au pf., rar. au prés.) être imaginé faussement ; en parl. d’écrits κ. τινος ÉL être faussement attribué à qqn ; abs. être faux ou apocryphe.
Étymologie: κατά, ψεύδω.