κάτοχος

From LSJ
Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοχος Medium diacritics: κάτοχος Low diacritics: κάτοχος Capitals: ΚΑΤΟΧΟΣ
Transliteration A: kátochos Transliteration B: katochos Transliteration C: katochos Beta Code: ka/toxos

English (LSJ)

ον, (κατέχω)

   A holding down, γῆ Tab.Defix.101.1 (iv B.C.); κ. λίθοι, of sepulchral stones, Hsch.; κ. alone, tombstone, IG3.1425a; also, οἰκουμένης κ., of ocean, Secund.Sent.2.    2 holding fast, μοχλοί LXX Jn.2.7; δεσμοί Plu.2.321d; φάρμακα κ. τῶν ἐμβρύων drugs which prevent miscarriage, Aët. 16.21; retentive, of memory, Plu. Cat.Mi.1; secure, κτῆσις κ. καὶ βέβαιος D.H.Isoc.9.    3 possessing, inspiring, Μοῦσα Asp. ap. Ath.5.219d; in magic, inhibiting, Ἑρμῆς Tab.Defix.89.2 (iv B.C.), al.    II Pass., kept down, held fast, κάτοχ' ἀμαυροῦσθαι σκότῳ A.Pers.223 (troch.); overpowered, overcome, ὕπνῳ S. Tr.978 (anap.); subject, Ἄρει E.Hec.1090 (lyr.).    2 possessed, inspired, δαίμονί τινι Arist.Mir.846b24; τῷ Σαβαζίῳ Iamb.Myst. 3.9; ἐκ θεοῦ Plu.Rom.19, etc.; ἐκ τοῦ θείου Arr.An.4.13.5; ἐκ Μουσῶν Luc.Hist.Conscr.8; ἐξ Ἄρεως Polyaen.1.20; ἐκ πυξίου Luc.Ind. 15; στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κ. δινεύοντες Hld.4.17, cf. 8.11, 10.9; also perh. of cloistered worshippers, recluses, οἱ κ. οὐρανίου Διός OGI262.25 (Baetocaece, iii A.D.), cf. CIG4475 (ibid., iii A.D.): abs., Cleanth.Stoic.1.123; ἐν ἱεροῖς κ. Vett. Val.73.24.    3 cataleptic, of disease, Hp.Prorrh.1.92, cf. Gal.16.696.    b suffering from catalepsy, Id.9.189.    III Subst. κάτοχος, ὁ, handle of a τρύπανον, Hsch. s.v. κατωχάνης: pl. κάτοχα, Id.    2 bandage, Gal.18(1).785.    3 inhibitory spell, PMag.Par.1.1052, 2.162, Tab.Defix.Aud.187.55.    4 pl., processes on the second cervical vertebra, Poll.2.132.    IV Adv. κατόχως retentively, of the memory, Hermipp.21.    2 in fast colours, βεβάφθαι AB237.    3 as if possessed, Ael.VH3.9, Poll.1.16.    4 accompanied by catalepsy, Hp.Coac.570, al.

German (Pape)

[Seite 1406] 1) festgehalten; γαίᾳ κάτοχα Aesch. Pers. 219; οὐ μὴ 'ξεγερεἴς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Trach. 974, vom Schlaf gefesselt; – von einer Gottheit besessen, begeistert, verzückt; Ἄρηϊ κάτοχον γένος Eur. Hec. 1090; ἐκ θεοῦ κάτοχος Plut. Rom. 19, öfter; Philostr. γυναῖκα κάτοχον ἐκ τοῦ θείου γιγνομένην Arr. An. 4, 13; τύφῳ, eingenommen, Luc. Demon. 5. – Bei den Aerzten von dee Starrsucht befallen (s. κατοχή); auch heißt die, Krankheit selbst ἡ κάτοχος. – 2) akt., festhaltend; καὶ μνημονικός Plut. Cat. min. 1; vgl. B. A. 105, 7; πλησάμενος θυμὸν Μούσης κατόχοιο bei Ath. V, 219 d, fesselnd, Freunde anziehend. – Aber κτῆσις κάτοχος καὶ βέβαιος ist ein fester Besitz, D. Hal. iud. de Is. 9. – Bei Poll . 2, 132 οἱ κάτοχοι, die vorragenden Theile des mittleren Halswirbels. – Adv., begeistert; ἐκ θεοῦ κατόχως ἐνθουσιῶν Ael. V. H. 3, 9; = μνημονικῶς, B. A. 105; καὶ ἀκριβῶς βεβάφθαι ib. 237, 14.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοχος: -ον, (κατέχω) κρατῶν κάτω, χαμηλά, γῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 538· κ. λίθοι, «οἱ ἐπὶ μνήμασι τιθέμενοι» Ἡσύχ.· ἴσως τὸ κάτοχος ἐφαρμόζεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (χθόνιον) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 539, ἔνθα ἴδε Böckh. 2) κρατῶν ἰσχυρῶς, συγκρατῶν, συνέχων ἐπὶ τῇ μνήμῃ, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· κτῆσις κ. καὶ βέβαιος Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 8· δεσμὸς Πλούτ. 2. 321D. 3) κατέχων, ἐμπνέων, Μοῦσα Ἀσπασ. παρ’ Ἀθην. 219D. ΙΙ. Παθ., κρατούμενος κάτω, κρατούμενος ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 223· κατεχόμενος, ἡττώμενος, ὕπνῳ Σοφ. Τρ. 978· ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος, Ἄρει Εὐρ. Ἑκ. 1090. 2) κατεχόμενος, ἐμπνεόμενος, θεόπνευστος, ὡς οἱ προφῆται καὶ οἱ ἐνθουσιῶντες ἢ οἱ ἔνθεοι, δαίμονί τινι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 166· ἐκ θεοῦ Πλουτ. Ρωμ. 19· ἐκ τοῦ θείου Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 9· ἐκ Μουσῶν Πολυδ. Δ΄, 52, Α΄, 15, πρβλ. κατέχω Α. ΙΙ. 10· ἀλλά, 3) οἱ κάτοχοι Διός, ἁπλῶς οἱ λατρεύοντες αὐτόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, 60., 4475, καὶ Ἡσύχ. «κάτοχοι· οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἑρμοῦ». ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ. κάτοχος, ὁ, τὸ δι’ οὗ κρατεῖ τις, ἡ λαβή, Ἡσύχ.· πληθ. κάτοχα, ὁ αὐτ., πρβλ. κατωχάνης. 2) ἡ κάτοχος, = κατοχὴ ΙΙ. 3, «κατόχους καὶ κατεχομένους ἐκάλουν αὐτοὺς οἱ παλαιοί, κατοχὴν δὲ καὶ κατάληψιν οἱ νεώτεροι τὸ πάθος ὀνομάζουσιν» Γαλην. 8. 230. 3) ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐξοχαὶ τῶν τραχηλικῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 132. β) ψῆφος πρὸς ἀρίθμησιν ἢ ὑπολογισμόν, Ἡσύχ. IV. Ἐπίρρ. κατόχως, μνημονικῶς, μὲ πιστότητα, ἐπὶ τῆς μνήμης, Ἕρμιππ. ἐν «Δημ.» 1, πρβλ. Α. Β. 107. 2) ὡς εἰ κατεχόμενος, θεόπνευστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 9, Πολυδ. 3) ὡς εἰ ἐν καταληψίᾳ διατελῶν, Ἱππ. 213C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui retient solidement (lien);
2 fig. qui retient bien, qui a bonne mémoire;
II. 1 retenu solidement : ὕπνῳ SOPH par le sommeil ; soumis à : τινι à qqn;
2 particul. possédé, inspiré : Ἄρει EUR possédé d’Arès, càd belliqueux ; ἐκ θεοῦ PLUT inspiré par la divinité.
Étymologie: κατέχω.

Spanish

que refrena, que inhibe, práctica de control , fórmula de control