ὀπωρινός
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
ή, όν,
A of ὀπώρα or late summer, ἀστέρ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, i. e. Sirius, the star whose rising marked the beginning of that season (v. ὀπώρα), Il.5.5 ; ἦμαρ 16.385 ; βορέης 21.346, Od.5.328; ὄμβρος Hes.Op.674, 677 ; ὄρχατοι E. Fr.896 ; δέλφαξ Ar.Fr.506.4 ; πυλαία SIG239C31, al. (Delph., iv B. C.). [In Hom. the last syll. is always long (by position in Il.21.346), and the penult. is long also, metri gr.: when the ult. is short, the penult. also is short, as in Hes.Op.674 ; in Att. ῐ always ; cf. μετοπωρινός.]
German (Pape)
[Seite 365] herbstlich, zur Jahreszeit ὀπώρα gehörig, hundstägig; ἀστήρ, d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς ὄμβρος, Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.]
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρινός: -ή, -όν, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὀπώρας, ἀκάματον πῦρ, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, δηλ. τῷ Σειρίῳ, οὗ ἡ ἐπιτολὴ ἐσήμαινε τὴν ἔναρξιν ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε ὀπώρα), Ἰλ. Ε. 5· ἦμαρ Π. 385· βορέης Φ. 346, Ὀδ. Ε. 328· ὄμβρος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672, 676· ὄρχατοι Εὐρ. Ἀποσπ. 888 δέλφαξ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421. [Παρ’ Ὁμ., ὅστις μόνον τὰς πλαγίας πτώσεις μεταχειρίζεται, ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ μακρά, τότε καὶ ἡ παραλήγουσα πρέπει νὰ ᾖ ὡσαύτως μακρά· - ἀλλ’ ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ βραχεῖα, ἡ παραλήγουσα εἶναι ὡσαύτως βραχεῖα, ὡς παρ’ Ἡσ.· παρ’ Ἀττ. ἀείποτε. ῐ πρβλμετοπωρινός]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la fin de l’été, de l’automne : ὀπωρινὸς ἀστήρ IL la canicule.
Étymologie: ὀπώρα.