στιγμή

From LSJ
Revision as of 18:08, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιγμή Medium diacritics: στιγμή Low diacritics: στιγμή Capitals: ΣΤΙΓΜΗ
Transliteration A: stigmḗ Transliteration B: stigmē Transliteration C: stigmi Beta Code: stigmh/

English (LSJ)

ἡ,

   A spot on a bird's plumage, Alex.Mynd. ap.Ath.9.398d (pl.); brand-mark, D.S.34/5.2.1 (pl.).    2 mathematical point, Arist.Top.108b26, EN1174b12, de An.427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11.    3 metaph. of anything very small, jot, tittle, εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5; σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν σ. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss.    II Gramm., ς. or τελεία σ. full stop, period, μέση σ. colon, D.T.630.6, cf. ὑποστιγμή: Nicanor made 8 στιγμαί, Sch.ibId.p.24 H., cf. Suid. s.v. Νικάνωρ; σ. πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adv.182.17, cf. Pron.53.16, al.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic μέση στιγμή das Kolon.

Greek (Liddell-Scott)

στιγμή: ἡ, (στίζω) ὡς τὸ Λατ. punctum, σημεῖον γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, στίγμα, σημεῖον, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν σημεῖον, Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., πρᾶγμα μικρὸν πολύ, σμικρότατον μέρος, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ βίος Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ κάτω στιγμή, ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, μέση στ., ἡ ἄνω λεγομένη στιγμή, ἡ δηλοῦσα τὸ κῶλον, ὑποστιγμὴ ἢ κόμμα, τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. piqûre, marque faite par un instrument pointu, point ; particul.
1 point mathématique;
2 t. de gramm. signe de ponctuation : στιγμὴ μέση point en haut ; στιγμὴ τελεία point final;
II. fig. un point, un rien ; στιγμὴ χρόνου PLUT ou simpl. στιγμή, un instant (cf. lat. punctum temporis).
Étymologie: στίζω.

English (Strong)

feminine of στίγμα; a point of time, i.e. an instant: moment.

English (Thayer)

στιγμης, ἡ (στίζω; see στίγμα, iuit.), a point: στιγμή χρόνου, a point (i. e. a moment) of time (Cicero, pro Flacco c. 25; pro Sest. 24; Caesar b. c. 2,14; others), Antoninus 2,17; Plutarch, puer. educ. 17; 2 Maccabees 9:11.)