συνεπιτίθεμαι

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).