ὑπεξέρχομαι
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—
A go out from under: go out secretly, withdraw, retire, Th.8.70; Μέγαράδε, Ἀθήναζε, And.1.15, D.59.103; πόλεως Plu.Publ.7; ὑ. λέγοντος slip away from... Pl.Tht.182d: rarely c. acc. pers., withdraw from, escape from, Th.3.34: c. acc. rei, νόσῳ ὑ. τὸν βίον App.Reg.2: also c. dat., keep out of one's way, avoid, Pl. Lg.865e; give up one's right to, τισι D.37.7. 2 rise up and quit one's domicile, emigrate, ἐς . . Hdt.1.73, 8.36. II go out to meet, Id.1.176 (leg. ἐπεξ-). III Medic., to be discharged from the bowel, Archig. ap. Aët.9.28.
German (Pape)
[Seite 1188] (s. ἔρχομαι), darunter herausgehen, heimlich weggehen, ὑπεξῆλθ' Ἀντιγόνη στρατοῦ δίχα Eur. Phoen. 1474; – übh. wegziehen, von auswandernden Völkern, Her. 1, 73; Μέγαράδε Andoc. 1, 15; – τινά, von Jemandem, Thuc. 3, 34 u. öfter; – entwischen, εἴπερ ἀεὶ λέγοντος ὑπεξέρχεται, Plat. Theaet. 182 d, u. öfter; Dem.; Sp., wie Luc. Tox. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξέρχομαι: ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι κάτωθέν τινος· ἐξέρχομαι κρυφίως, ἀποσύρομαι ἀπομακρύνομαι, Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, ἐκφεύγω, Θουκ. 3 34· πρβλ. ὑπεξίστημι ΙΙ. 2· - ὡσαύτως μετὰ δοτ., μένω μακράν τινος, ἀποφεύγω τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ ἐγκαταλείπω τὴν κατοικία μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. ἐξέρχομαι εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
French (Bailly abrégé)
1 se retirer secrètement : τινα se soustraire à qqn;
2 en gén. émigrer;
3 sortir pour rencontrer.
Étymologie: ὑπό, ἐξέρχομαι.