συχνός

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠχνός Medium diacritics: συχνός Low diacritics: συχνός Capitals: ΣΥΧΝΟΣ
Transliteration A: sychnós Transliteration B: sychnos Transliteration C: sychnos Beta Code: suxno/s

English (LSJ)

ή, όν:    I in sg.,    1 of Time, long, χρόνος σ. Hdt. 8.52, Pl.Phd.57a, Gal.15.152, etc.; χρόνῳ σ. ὕστερον, σ. ὕστερον χρόνῳ, X.An.1.8.8, Pl.Grg.518d: c. gen., συχνὸν τοῦ βίου a great part of life, Id.Ep.322e.    2 long in point of time, σ. λόγος a long speech, Id.Grg.465e, etc.; μάλα σ. λόγος Id.Tht.185e; σ. πραγματεία long, wearisome, D.52.21.    II of Number, many, ἔθνεα Hdt.1.58; πόλιες Id.6.33; πόνοι ib.108; [πρόλογοι] Ar.Ra.1237; πληγαί, κακά, Id.Av.1014, Pl.R.544c, etc.; ἡμέρας συχνάς for many days together, Id.Prt.313a, cf. D.35.30; τεκεῖν πέντε συχνὰ ταῖς αὐταῖς ὠδῖσι five at once, Plu.2.429f (s.v.l., τέκνα is cj.): c. gen., συχναὶ τῶν νήσων Hdt.3.39; σ. τῶν λόγων Pl.Grg.519e; τῶν ληφθέντων σ. Th.4.106, cf. X.An.5.4.16, etc.: abs., συχνοί many people together, Th.2.52, etc.; ἄλλοι σ. many others, Ar.Ec.388.    2 with sg. nouns, great, large, λεπαστή Theopomp.Com.41; σφύραινα Antiph. 97; [τὸ πολίχνιον] σ. ποιεῖν make the small town populous, Pl.R. 370d; σ. χώρα Str.15.1.28; οἰκία Anon. ap. Suid.; σ. θεραπεία εὐνούχων Iamb. ap. eund.    b much, great, οὐσία Ar.Pl.754; πειθώ Pl. R.414c; σ. ἔργον great, difficult, ib.511c; σ. εὐλάβεια, σκέψις, μελέτη, great, constant, ib.539b, Lg.968b, Thphr.Fr.175; σ. τὸ ὑπεραῖρον τὸ ὕδωρ large part (of the plant), Id.HP4.8.10; σ. εἶδος often-recurring, Pl.Plt.287e; ἡ διοίκησις σ. the expense was great, D.59.42; σ. αἷμα ἐρρύη Hp.Epid.7.77; διέρχεται φλέγμα σ. Gal.16.584; δεῖπνον σ. plentiful, AP6.303 (Aristo); σ. θεραπεία, πληθύς, ἀργύριον, etc., Plu.Publ.5, Pomp.39, Lys.16, etc.: c. gen., τῆς μαρίλης συχνήν Ar. Ach.350.    III of Space, προσεπιδεῖν καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπὶ συχνόν Hp.Fract.14; συχνοτέρας κινήσιας ἔχει more extensive movements, Id.Mochl.1.    B the Adv. συχνῶς (Antipho 3.3.3, PGiss.20.25 (ii A.D.), Gal. 16.684) is rare, the neut. συχνόν, συχνά being used instead,    I often, much, συχνὸν διαμαρτάνεις Pl.Phdr.257d; συχνὰ χαίρειν ἐᾶν Id.Phlb.59b; ἐπὶ συχνόν Hp.Fract.14.    2 far, διαλείποντα συχνὸν ἀπ' ἀλλήλων X.An.1.8.10; προελαύνουσι Id.Cyr.6.3.12; ἀποπτάς Arist.HA619a32.    II dat. συχνῷ is freq. joined with a Comp. Adj., like πολλῷ, σ. βελτίων far better, Pl.Lg.761d, cf. Hp.Mul.1.69, Gal.6.471; νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ younger by a good deal, D.39.27.    III Adv. Comp. -οτέρως EM665.20; -ότερον Aristaenet.1.17.

Greek (Liddell-Scott)

συχνός: -ή, -όν, Ι. ἐν τῷ ἑνικῷ. 1) ἐπὶ χρόνου, μακρός, σ. χρόνος Ἡρόδ. 8. 52, Πλάτ., κλπ.· χρόνῳ οὐ σ. ὕστερον, σ. ὕστερον χρόνῳ Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8, Πλάτ. Γοργ. 518D· - μετὰ γεν., συχνὸν τοῦ βίου, μέγα μέρος τῆς ζωῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 322Ε· - ὅθεν, 2) μακρός, ὡς πρὸς τὸν χρόνον, ἐπὶ πολὺ διαρκῶν, σ. λόγος, μακρός, ἀδιάκοπος, Πλάτ. Γοργ. 465Ε, κλπ.· μάλα σ. λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 185Ε· σ. τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε· σ. πραγματεία, μακρά, ὀχληρά, ἀνιαρά, βαρετή, Δημ. 1242. 2. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, ὡς τὸ πολύς, ἔνθεα Ἡρόδ. 1. 58· πόλιες ὁ αὐτ. 6. 33· πόνοι αὐτόθι 108· πρόλογοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1237· πληγαί, κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1014, Πλάτ., κλπ.· ἡμέρας συχνάς, ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας κατὰ σειράν, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α, Δημ. 932. 27· τεκεῖν πέντε συχνά, διὰ μιᾶς, Πλούτ. 2. 429F. - μετὰ γεν., συχναὶ τῶν νήσων Ἡρόδ. 3. 39· τῶν ληφθέντων σ. Θουκ. 4. 106, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 4, 16 κλπ.· - ἀπολ., συχνοὶ πολλοὶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1267, Θουκ., κλπ.· ἄλλοι σ., πολλοὶ ἄλλοι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 388. 2) μεθ’ ἑνικῶν ὀνομάτων, μέγας, ἐκτεταμένος, ὀγκώδης, λεπαστὴ μάλα συχνὴ Θεόμποπος Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2· πάνυ συχνὴ σφύραινα Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3· τὸ πολίχνιον σ. ποιεῖν, τὴν μικρὰν πόλιν ποιεῖν πολυάνθρωπον, Πλάτ. Πολ. 370D· οὕτω, σ. χώρα Στράβ. 698· οἰκία Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἀλλὰ συνήθως, β) πολύς, μέγας, σ. οὐσία Ἀριστοφ. Πλ. 754· πειθὼ Πλάτ. Πολ. 414C· σ. ἔργον, μέγα, δυσχερές, δύσκολον, αὐτόθι, 511C· σ. εὐλάβεια, σκέψις, μελέτη, μεγάλη, συνεχής, αὐτόθι 539A, Λυσί, 968Β, Θεόφρ.· σ. εἶδος, συχνάκις γινόμενον, ἐπαναλαμβανόμενον, Πλάτ. Πολιτικ. 287A· ἡ διοίκησις σ., ἡ δαπάνη ἦτο μεγάλη, Δημ. 1359. 9· σ. αἷμα ἐρρύη Ἱππ. 1229D· σ. δεῖπνον, ἄφθονον, πλούσιον, Ἀνθ. Π. 6. 203· σ. θεραπεία, πληθύς, δύναμις Πλουτ. Ποπλικ. 5, κλπ.· - μετὰ γεν., τῆς μαρίλης συχνὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 350. ΙΙΙ. ἐπὶ διαστήματος, ὁ μακρὰν ἐκτεινόμενος, μακρὰν ἀπέχων, «μακρινός», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10. Β. Τὸ ἐπίρρ. συχνῶς (Ἀντιφῶν 122. 37) εἶναι σπάνιον, ἀνθ’ οὗ εἶναι ἐν χρήσει τὸ οὐδ. συχνόν, συχνά. 4) συχνάκις, πολύ, συχνὸν διαμαρτάνειν Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· συχνὰ χαίρειν ἐᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 59Β· οὕτω, ἐπὶ συχνὸν Ἱππ. π. Ἀγμ. 761. 2) μακράν, διαλείπειν συχνὸν ἀπ’ ἀλλήλων Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· προελαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 12· ἀποπτῆναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10. ΙΙ. ἡ δοτ. συχνῷ πολλάκις συνάπτεται μετὰ συγκρ. ἐπιθέτου, ὡς τὸ πολλῷ, σ. βελτίων, κατὰ πολὺ καλλίτερος, Πλάτ. Νόμ. 761D· νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ, κατὰ πολὺ νεώτερος, Δημ. 1002. 23. ΙΙΙ. Συγκρ. ἐπίρρ. -οτέρως, Ἐτυμολ. Μέγ. Βυζ.· -ότερον Ἀρισταίν. σ. 86, Θεόδ. Στουδ. (Κατὰ τὸν Pott. ἀντὶ συγχνός, συνεχνός, ἐκ τοῦ σύν, ἔχω. πρβλ. συνεχής).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. adj.
I. continu :
1 au propre συχνὴ ἀδικία PLUT tort dont l’effet se continue, tort durable;
2 avec idée de temps de longue durée : χρόνος HDT durée continue, temps prolongé, long temps ; συχνῷ χρόνῳ ὕστερον XÉN longtemps après ; ἡμέρας συχνάς PLUT plusieurs jours de suite;
II. rapproché l’un de l’autre, compact, d’où
1 fréquent, nombreux, abondant : συχνὰ ἔθνεα HDT peuples nombreux ; συχναὶ πόλιες HDT villes nombreuses ; abs. συχνοί nombreux, en grand nombre ; au sg. en un sens collect. : συχνὴ θεραπεία PLUT un nombreux domestique ; συχνὴ οὐσία AR une grande fortune;
2 fréquenté, populeux;
3 avec un n. de nombre ensemble : πέντε συχνά PLUT cinq à la fois;
B. adv. 1 • συχνόν avec idée de lieu sur une longue étendue, au loin sans mouv.
2 • συχνά très, fort.
Étymologie: σύν, ἔχω avec métathèse ; cf. συνεχής.