ἀμφίσβαινα
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ης, ἡ, (βαίνω) kind of
A serpent, supposed to go either forwards or backwards, A.Ag.1233, Ar.Fr.18 D.; ἀ. ἀμφίκρηνος, δίστομος, Nic.Th.372, Nonn.D.5.146. II ἀ. φλέβες veins connecting the breast and generative organs, Pall.in Hp.2.103D.
German (Pape)
[Seite 143] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann (ἑκατέρωθεν βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίσβαινα: -ης, -ἡ, (βαίνω) εἶδος ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ πρός τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ ταύτῃ πολλάκις τὴν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
amphisbène, sorte de serpent qui s’avance ou recule à volonté.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμφίσμαινα Hsch.; ἀμφισφαίνη POxy.2221.2.9, 14, 15
1 anfisbena, serpiente fabulosa con otra cabeza en lugar de cola, A.A.1233, Ar.Fr.439A., Nic.Th.372, Nonn.D.5.146, Androm.27, Luc.Dips.3, Lucan.9.719, Plin.HN 30.85.
2 ἀ. φλέβες las venas que van por las piernas hasta los órganos genitales Pall.in Hp.2.103.
Greek Monolingual
ἀμφίσβαινα, η (Α)
1. είδος ερπετού που θεωρείται ότι έρπει ή προς τα εμπρός ή προς τα πίσω
2. (στον πληθ. ως επίθ.) αἱ ἀμφίσβαιναι
οι φλέβες που συνδέουν το στέρνο με τα γεννητικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία ερπετού του οποίου η κεφαλή και η ουρά έμοιαζαν και έδινε την εντύπωση πως μπορούσε να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις, και εμπρός και πίσω. Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τα στοιχεία ἀμφὶς + βαίνω + -αινα (κατάλ. θηλ. ονομ. ζώων μύραινα, δράκαινα κ.λπ.)].