εὐμαθής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμαθής Medium diacritics: εὐμαθής Low diacritics: ευμαθής Capitals: ΕΥΜΑΘΗΣ
Transliteration A: eumathḗs Transliteration B: eumathēs Transliteration C: evmathis Beta Code: eu)maqh/s

English (LSJ)

ές, (μαθεῖν)

   A ready or quick at learning, opp. δυσμαθής, Pl. R.486c, al.; τινος Id.Ep.344a; πρός τι D.24.17 (Comp.). Adv. -θῶς, παρακολουθεῖν Aeschin.1.116: Comp. -έστερον Pl.Lg.723a.    II Pass., easy to learn or know, intelligible, A.Eu.442, Arist.Rh.1409b4; εὐ. φώνημα well-known, S.Aj.15; εὔγνωστα καὶ εὐ. X.Oec.20.14, cf. S.Tr.614: Comp., διήγησις Plb.14.12.5.

German (Pape)

[Seite 1079] ές, 1) leicht lernend, auffassend, begreifend, Ggstz δυσμαθής, Plat. Rep. VI, 486 c, oft mit μνήμων verbunden, wie VI, 503 c; τινός, Epist. VII, 344 a; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαθέστεροι γενήσεσθε, ihr werdet das Uebrige leichter verstehen, Dem. 24, 17; Sp. – Adv., εὐμαθῶς παρακολουθεῖν, d. i. willig, Aesch. 1, 116; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαθέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen, Plat. Legg. IV, 723 a. – 2) leicht zu lernen, verständlich, τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι Aesch. Eum. 442; φώνημα Soph. Ai. 15, wie σῆμα Tr. 612; εὐμαθεῖς γίγνονται οἱ λόγοι Aesch. 1, 8; εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ πάντα παρέχειν Xen. Oec. 20, 14; τάδε σοι εὐμαθέστερα ὄντα Mem. 1, 2, 35; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμᾰθής: -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ ταχέως μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ δυσμαθής, Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· πρός τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς φώνημα, εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ κεῖνος εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, ἔνθα αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις εἶναι κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 facile à apprendre ou à comprendre ou à reconnaître;
2 qui apprend facilement.
Étymologie: εὖ, μανθάνω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. α-μαθής, πολυ-μαθής].