μάκτρα
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ,
A kneading-trough, Ar.Ra.1159, Pl.545, Hermipp.57, X.Oec.9.7. II bathing-tub, only in form μάκρα (q.v.). III mortar for pounding drugs, Nic.Th.708.
German (Pape)
[Seite 86] ἡ, der Backtrog, in welchem der Brotteig geknetet wird (μάσσω) Ar. Plut. 545 Xen. Oec. 9, 7 u. Sp. – Uebh. ein Gefäß, in dem Etwas zerstoßen wird, Nic. Th. 708. – Auch = Badewanne, oder ein größeres Wasserbecken, in welchem Mehrere zusammen baden können, Eupol. bei Poll. 7, 168, Pol. 30, 20, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μάκτρα: ἡ, (μάσσω) σκάφη ζυμώματος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1159, Πλ. 545, Ξεν. Οἰκ. 9. 7· «μάκτρα· ἀβάκιον, ἔνθα μάσσουσι τὸ ἄλευρον» Ἡσύχ. ΙΙ. πύελος, ἤτοι μέγας λουτὴρ ἐν βαλανείῳ, Εὔπολ. ἐν «Διαιτῶντι» 1, Πολύβ. 30. 20, 3· πρβλ. πύελος, σκάφη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. instrument pour pétrir ou masser, d’où
1 huche, pétrin;
2 mortier pour broyer des drogues;
II. lieu où l’on masse, baignoire.
Étymologie: μάσσω.
Greek Monolingual
μάκτρα, ἡ (Α)
1. ξύλινη και σπανίως λίθινη σκάφη για ζύμωμα, ζυμωταριά
2. γουδί για κονιοποίηση φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρα (πρβλ. πλέκ-τρα)].