πολυέλαιος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλαιος Medium diacritics: πολυέλαιος Low diacritics: πολυέλαιος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: polyélaios Transliteration B: polyelaios Transliteration C: polyelaios Beta Code: polue/laios

English (LSJ)

ον,

   A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.

German (Pape)

[Seite 662] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλαιος: -ον, ὁ παράγων πολὺ ἔλαιον, Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε πολυέλεος 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit beaucoup d’huile.
Étymologie: πολύς, ἔλαιον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυέλαιος, -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. πολυέλεος, -η, -ο, Ν
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πολυέλαιος
α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην οροφή αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων
θ) (λειτ.) πολύφωτο (πολυκάνδηλο, ή πολυκήριο) αναρτώμενο στο κέντρο και σε άλλα σημεία τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως ένδειξη τιμής και ευλάβειας προς τις ιερές τελετές ή και ως σύμβολο τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η οροφή του ναού
2. φρ. «σιγά τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου
μσν.-αρχ.
αυτός που παράγει μεγάλη ποσότητα λαδιού, πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -έλαιος (< ἔλαιον). Ο τ. πολυέλαιος, ο, με αρχική σημασία «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. πολυέλεος οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το πολυέλεος (ύμνος), επειδή οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].