ἐξάρνησις

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρνησις Medium diacritics: ἐξάρνησις Low diacritics: εξάρνησις Capitals: ΕΞΑΡΝΗΣΙΣ
Transliteration A: exárnēsis Transliteration B: exarnēsis Transliteration C: eksarnisis Beta Code: e)ca/rnhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A denial, Pl.R.531b.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.

Greek Monolingual

ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνησηἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).