πικρία

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρία Medium diacritics: πικρία Low diacritics: πικρία Capitals: ΠΙΚΡΙΑ
Transliteration A: pikría Transliteration B: pikria Transliteration C: pikria Beta Code: pikri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bitterness:    1 of taste, Thphr.CP6.10.7, Od.32, LXX Je.15.17, Placit.3.16.2, Dsc.1.61, etc.    2 of temper, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. D.21.204, cf. 25.84, Ep.3.33, Arist.VV1251a4, Phld.Ir. p.56W.; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι π. Plb.15.4.11 ; πρὸς τὸν δῆμον Plu.Ccr. 15 ; ἡ ἐν τοῖς λόγοις π. D.S.16.88 ; λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι Plu.Lyc.19.    3 of circumstances, ἡ τοῦ καιροῦ π. BGU417.5 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

πικρία: ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ ἰδιότης, «πικράδα», «πίκρα», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· πρός τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. amertume, goût amer;
II. fig.
1 aigreur, colère;
2 dureté.
Étymologie: πικρός.

English (Strong)

from πικρός; acridity (especially poison), literally or figuratively: bitterness.

English (Thayer)

πικρίας, ἡ (πικρός), bitterness: χολή πικρίας, equivalent to χολή πικρά (Winer s Grammar, 34,3b.; Buttmann, § 132,10), bitter gall, equivalent to extreme wickedness, ῤίζα πικρίας (references as above), a bitter root, and so producing bitter fruit, Alex. manuscript), cf. Bleek at the passage; metaphorically, bitterness, i. e. bitter hatred, Sept. (Demosthenes, Aristotle), Theophrastus, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν
η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)
μσν.-αρχ.
αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ
β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», Δημοσθ.)
αρχ.
1. η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα (< ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)
2. (για τον καιρό) η άσχημη κατάσταση, οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῡ καιροῡ πικρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός. Ο τ. πίκρια προήλθε από συμφυρμό τών πικρία και πίκρα.