σχαδών

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰδών Medium diacritics: σχαδών Low diacritics: σχαδών Capitals: ΣΧΑΔΩΝ
Transliteration A: schadṓn Transliteration B: schadōn Transliteration C: schadon Beta Code: sxadw/n

English (LSJ)

or σχάδων (as in Arist.), όνος, ἡ,

   A larva of the bee or wasp, Arist.HA554a29, 555a8, 624a8.    II breeding-cell of the larva, Theaet. ap. Sch.Theoc.1.147.    III honey-cell, and in pl. honeycomb, Ar.Fr.318.6, 569.3, Antiph.275, Anaxandr.41.53, Theoc. l.c., PCair.Zen.354.8 (iii B.C.); so also in sg., σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Euthycl.1.    IV a throw of the dice, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1053] όνος, ἡ, die Larve der Bienen, Arist. H. A. 5, 22. 23; die Brutzelle der Bienen, Zelle der Drohnen, und die mit Honig gefüllte Wachsscheibe, Wachstafel, Wabe, auch Honigraß, Honigroß genannt, αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων θυρίδες ἀμφίστομοι Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 1, 147.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰδών: όνος ἢ σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ ἔμβρυονσκώληξ τῆς μελίσσης ἢ τῆς σφηκός, Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ ἔμβρυον, αὐτόθι 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ κηρία τῶν μελισσῶν, ἔνθα οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς βόλος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 larve d’abeille ou de guêpe;
2 cellule pour les larves d’abeille, couvain;
3 gâteau de miel ou de cire.
Étymologie: DELG σχάζω.

Greek Monolingual

-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α
(λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια της μέλισσας ή της σφήκας
αρχ.
1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη της μέλισσας
2. μικρή κυψέλη με μέλι
3. στον πληθ. αἱ σχαδόνες
η κηρήθρα
4. (κατά τον Ησύχ.) ρίψη κύβων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. σχάζω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].