ἀποτοξεύω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτοξεύω Medium diacritics: ἀποτοξεύω Low diacritics: αποτοξεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: apotoxeúō Transliteration B: apotoxeuō Transliteration C: apotokseyo Beta Code: a)potoceu/w

English (LSJ)

   A shoot off arrows, ἀπὸ δένδρων D.C.37.2: metaph., shoot off like an arrow, ῥηματίσκια Pl.Tht. 180a, cf. Luc.Rh.Pr.17:—Pass., Id.Prom.Es2.    2 shoot a person, τινά τινι Id.Vit.Auct.24 (codd., κατατοξ- Cobet).    II keep off by shooting, λοιμόν Id.Alex.36.

German (Pape)

[Seite 332] Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; τόξευμα Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτοξεύω: ῥίπτω βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., ἐξακοντίζω τι ὡς βέλος, ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. ῥίπτω βέλος κατὰ τινος, μεταφ., ἐμβάλλω εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· ἔνθα ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-.

French (Bailly abrégé)

frapper d’une flèche.
Étymologie: ἀπό, τοξεύω.

Spanish (DGE)

I 1disparar, lanzar flechas ἀπὸ δένδρων D.C.37.2.5.
2 lanzar como flechas, de un relámpago en v. pas. οὐρανόθεν πῦρ ἀπ[οτ] οξευόμ[ε] νον Erot.Fr.Pap.Herp.48
fig. asaetar ref. a palabras ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια ... ἀνασπῶντες ἀποτοξεύουσι Pl.Tht.180a, cf. Luc.Rh.Pr.17, c. dat. instrum. ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ... συλλογισμῷ Luc.Vit.Auct.24, tb. en v. med. εὐστόχως ἀποτετόξευται καὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν δριμύτητα Luc.Prom.Es.2.
II apartar con sus flechas λοιμόν Luc.Alex.36.

Greek Monolingual

ἀποτοξεύω (Α)
1. ρίχνω, εξακοντίζω βέλη
2. εξακοντίζω κάτι σαν βέλος και κάνω τον συνομιλητή μου να τα χάσει.