ἑβδομήκοντα

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑβδομήκοντα Medium diacritics: ἑβδομήκοντα Low diacritics: εβδομήκοντα Capitals: ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ
Transliteration A: hebdomḗkonta Transliteration B: hebdomēkonta Transliteration C: evdomikonta Beta Code: e(bdomh/konta

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A seventy, Hdt.1.32, X.An.4.7.8, etc.

German (Pape)

[Seite 699] οἱ, αἱ, τά, indecl., siebzig; überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 μέχρι τοῦ 100 ὅπερ ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
soixante-dix.
Étymologie: ἕβδομος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. y tes. ἑβδε- CID 2.4.1.13; hεβδε- TEracl.1.23 (IV a.C.), IG 42.106.15 (todas IV a.C.), SEG 40.1596.6 (Cirene IV a.C.); beoc. ἑβδομεί- Nouveau Choix 24A.4 (Acrefia III a.C.); tes. ἑτδεμεί- SEG 26.672.34 (Larisa II a.C.)
numeral cardinal indecl. setenta ἔτεα Hdt.1.32, cf. Pl.Ap.17d, ἑ. [σὺ] ν στεφάνοισιν B.2.9, νῆες Th.1.61, cf. X.HG 1.5.1, ἄνθρωποι ὡς ἑ. X.An.4.7.8, de medidas, monedas, etc. CID 2.67.18 (IV a.C.), l.c., μὴ ἔλαττον τὸ εὖρος ἑ. πήχεων Ph.Mech.85.6, ἀργυρίου δραχμαὶ ἑκατὸν ἑ. δύο PTurner 25.15 (II d.C.)
οἱ Ἑ. los Setenta traductores de la Biblia hebrea al griego, Gr.Naz.M.36.193A.

English (Strong)

from ἕβδομος and a modified form of δέκα; seventy: seventy, three score and ten.

Greek Monolingual

οι, τα (AM ἑβδομήκοντα, οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)
1. εβδομήντα
2. το αρσ. ως ουσ. οι εβδομήκοντα
α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική
β) οι εβδομήντα μαθητές ή απόστολοι του Χριστού.