ἐνζεύγνυμι
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
A yoke, ἐνιζευχθέντες βόες A.R.1.686; bind fast, ἄρθρα ποδοῖν S.OT718. II metaph., involve in, ἀνάγκαις ταῖσδ' ἐνέζευγμαι A.Pr.108; τί ποτέ μ' . . ἐνέζευξας . . ἐν πημοσύναις; ib.578 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 840] (s. ζεύγνυμι), hineinbinden, einjochen; τί ποτε ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν, hast sie mit Leid beladen, Aesch. Prom. 579; eigtl., ἄρθρα ἐνζεύξας ποδοῖν, in Fesseln eingezwängt, Soph. O. R. 718; ἐνιζευχθέντες ταῦροι, angejocht, Ap. Rh. 1, 686.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνζεύγνῡμι: μέλλ. -ζεύξω, ζευγνύω εἴς τι, δένω, ἐμπλέκω, ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι Αἰσχύλ. Πρ. 108· τί ποτέ μ’… ἐνέζευξας... ἐν πημοσύναις...; (οὕτως ὁ Ἕρμαννος) αὐτόθι 578. ΙΙ. δένω σφιγκτά, καί νιν ἄρθρα κεῖνος ἐνζεύξας ποδοῖν ἔρριψεν Σοφ. Ο. Τ. 718· βάλλω εἰς τὸν ζυγὸν, «ζεύγω», ἐνιζευχθέντες ταῦροι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 686.
French (Bailly abrégé)
1 attacher ensemble;
2 attacher dans.
Étymologie: ἐν, ζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
(ἐνζεύγνῡμι) • Alolema(s): poét. ἐνιζ- A.R.1.686
1 uncir animales de tiro al carro, en v. pas. βόες ἐνιζευχθέντες A.R.l.c., ἐνεζεῦχθαί φασι καὶ τοῦτον (τὸν ἵππον) τῷ ἅρματι D.Chr.36.46
•fig., c. dat. o ἐν y dat. de abstr. τί ποτέ μ' ... ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν; A.Pr.578, μεγάλαις καὶ τούτους ἀνάγκαις ἐνζεύξομεν D.H.4.83, en v. pas. A.Pr.108.
2 sujetar, atar una cosa con otra ἄρθρα ... ἐνζεύξας ποδοῖν S.OT 718.
Greek Monolingual
ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) ζεύγνυμι
1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω
2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τον εμπλέκω μέσα σε κάτι («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι τάλας», Αισχ.).