εὐμάθεια
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ,
A readiness in learning, docility, Pl.R.490c, Arist. Rh.1362b24, Call.Fr.32 P., etc.: pl., Ph.1.326: also in poet. form εὐμαθία, Pl.Chrm.159e, Men.88a: Ion. -ιη AP6.325 (Leon.Alex.), al.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, u. εὐμαθία, ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, εὐμαθία κάλλιον ἢ δυσμαθία Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch ταχέως μανθάνειν erkl. wird; εὐμαθία καὶ μνήμη Men. 88 a; Rep. VI, 490 c εὐμάθεια u. μνήμη; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμάθεια: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ μανθάνειν, εὐαγωγία, εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ Πλάτων μεταχειρίζεται ὡσαύτως καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον εὐμαθία, Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
facilité à apprendre, docilité.
Étymologie: εὐμαθής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) ευμαθής
1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.)
2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων
3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση.