θωπεύω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
(θώψ)
A flatter, wheedle, τινα S.OC 1003, 1336, E.Heracl.983, Ar.Ach.657, Eq.48; σὺ ταῦτα θώπευ' be it thine to flatter thus, S.El.397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ Pl.Tht.173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.Rh.2.170S.; καιρὸν θ. to be a time-server, Ps.-Phoc.93; ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος serve others (in good sense), PSI5.525.16 (iii B.C.); of dogs, fawn, Arist.Phgn.811b38; caress, pat a horse, X.Eq.10.13, Cyn.6.21; of disease, soothe, τὴν χολήν Sever.Clyst.p.37 D.:—Pass., Ar. Eq.1116.
German (Pape)
[Seite 1230] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ ταῦτα θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' ἴσθι μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.
Greek (Liddell-Scott)
θωπεύω: (θώψ) κολακεύω, περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. Ἡρακλ. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48˙ σὺ ταῦτα θώπευ’, ἂς εἶναι ἰδικόν σου ἔργον οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397˙ τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α˙ καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87˙ - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21˙ ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116.
French (Bailly abrégé)
flatter, caresser.
Étymologie: θώψ.
Greek Monolingual
(Α θωπεύω) θωψ
1. κολακεύω, καλοπιάνω
2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες
3. χαϊδεύω, χαϊδολογώ («θωπεύω ίππον»)
αρχ.
1. (για σκύλο) κάνω χαρές
2. (για ασθένεια) κατευνάζω
3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» — εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις.