κακοπινής

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπῐνής Medium diacritics: κακοπινής Low diacritics: κακοπινής Capitals: ΚΑΚΟΠΙΝΗΣ
Transliteration A: kakopinḗs Transliteration B: kakopinēs Transliteration C: kakopinis Beta Code: kakopinh/s

English (LSJ)

ές,

   A filthy, loathsome, κακοπινέστατόν τ' ἄλημα S.Aj. 381 (lyr.); οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath.13.565e. Adv.-νῶς, διακείμενος Archig.(?)ap.Aët.3.114.

German (Pape)

[Seite 1302] ές, sehr schmutzig, auch geistig, niederträchtig, Soph. Ai. 374, im superlat.; κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν, ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath. XIII, 565 e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sale, malpropre, impur;
Sp. κακοπινέστατος.
Étymologie: κακός, πίνος.

Greek Monolingual

κακοπινής, -ές (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλοςκακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.).
επίρρ...
κακοπινῶς (Α)
με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο-πινής].