μηχάνημα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνημα Medium diacritics: μηχάνημα Low diacritics: μηχάνημα Capitals: ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Transliteration A: mēchánēma Transliteration B: mēchanēma Transliteration C: michanima Beta Code: mhxa/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg.,

   A machine, Hp.Art.42; mechanical device, Arist.Mech.848a36; esp. engine of war, used in sieges, mostly in pl., D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.Marc.14, etc.    II subtle contrivance, freq. in Trag., as A.Pr.469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.Ch.981; λόγου μ. ποικίλον S. OC762; τὰ Ἥρας μ. E.HF855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. X.Cyr.1.6.38; πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.Lac.8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ . . χρήμαθ' ἕξω Ar.Ec.872.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνημα: τό, = μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μάλιστα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς ἐπίνοια, εὐφυὲς ἔργον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ Κλυταιμνήστρα ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. μελάγκερως), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ πρός τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., ὅπως τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 invention ingénieuse;
2 engin, machine, mécanisme, particul. machine de guerre;
3 moyen, expédient ; en mauv. part ruse, artifice, machination.
Étymologie: μηχανάω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) μηχανώμαι
1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό
2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία
νεοελλ.
φρ. α) «μηχάνημα προβολής»
τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη
β) «μηχανήματα έργων»
(μηχανολ.) συλλογικός χαρακτηρισμός τών πολυποίκιλων, συνήθως αυτοκινούμενων, μηχανικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται σε εργοτάξια κατασκευών, όπως είναι λ.χ. οι γερανοί, οι φορτωτές, οι μπουλντόζες κ.λπ.
μσν.
σχέδιο, συμφωνία
μσν.-αρχ.
πολεμική μηχανή η οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως σε περιπτώσεις πολιορκίας.