μονομάχος
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
German (Pape)
[Seite 204] einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) ὁ μόνος πρὸς μόνον μαχόμενος, μ. προστάται Αἰσχύλ. Θήβ. 798· μονομάχον ἐπὶ φρεν’ ἠλθέτην Εὐρ. Φοίν. 1300· μονομάχου δι’ ἀσπίδος, δηλ. ἐν μονομαχίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 819· μονομάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1325· μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471. ΙΙ. μονομάχος, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ μονομαχεῖν, θέα μονομάχων Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 1058, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui combat seul à seul, en combat singulier;
2 ὁ μονομάχος gladiateur à Rome.
Étymologie: μόνος, μάχομαι.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μονομάχος, -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. άτομο που μονομαχεί εναντίον άλλου
αρχ.
1. αυτός που μάχεται μόνος εναντίον άλλου επίσης μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», Αισχύλ.
β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», Ευρ.
γ. «μονομάχῳ δορί», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με ανθρώπους ή άγρια θηρία προς τέρψη τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μάχος (< μάχομαι)].