μονόστολος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστολος Medium diacritics: μονόστολος Low diacritics: μονόστολος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: monóstolos Transliteration B: monostolos Transliteration C: monostolos Beta Code: mono/stolos

English (LSJ)

ον,

   A going alone, Lyc.690: generally, alone, single, δόρυ E.Ph.742; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 205] allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστολος: -ον, ὁ πορευόμενος μόνος, Λυκόφρ. 690 καθόλου, μόνος, μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ ἕκαστος νὰ διοικῇ τὸ ἑαυτοῦ δόρυ μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας μονόστολος μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. μονόζωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul, solitaire ; qui voyage seul.
Étymologie: μόνος, στόλος.

Greek Monolingual

μονόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ
τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.)
2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.)
3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» — να διοικούν λόχους ή καθένας να διοικεί το ατομικό δόρυ μόνο; Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιερό-στολος].