πάρημαι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρημαι Medium diacritics: πάρημαι Low diacritics: πάρημαι Capitals: ΠΑΡΗΜΑΙ
Transliteration A: párēmai Transliteration B: parēmai Transliteration C: parimai Beta Code: pa/rhmai

English (LSJ)

used as pf. Pass. of παρίζω,

   A to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by... Il.1.421,488 ; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη E.Supp.290 ; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, Od. 17.456 : generally, dwell beside, σύεσσι π. 13.407.    2 abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209 ; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.

German (Pape)

[Seite 520] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.

Greek (Liddell-Scott)

πάρημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ παρίζω, κάθημαι πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ καθόλου, κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) κάθημαι πλησίον, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ ἧπαρ τοῦ Τιτυοῦ, ἑκάτερθε παρημένῳ ἧπαρ ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ καθόλου, εἶμαι παρὼν ἢ πρόχειρος, Τ. 209.

French (Bailly abrégé)

inf. παρῆσθαι, impf. παρήμην;
être assis auprès de, τινι ; p. ext. rester auprès de, à côté de, τινι.
Étymologie: παρά, ἧμαι.

English (Autenrieth)

part. παρήμενος: sit down at or near, remain or dwell near, Od. 13.407; implying annoyance, Il. 9.311.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον
2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου
3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον
4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του παρέζομαι «κάθομαι κοντά σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (πρβλ. κάθ-ημαι)].