παρίσχω
From LSJ
English (LSJ)
A = παρέχω, hold in readiness, Ep. inf. παρισχέμεν Il.4.229 ; present, offer, 9.638, Pi.P.8.76 ; provide, IG7.3073.10 (Lebad.), SIG 245 Gi46 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 524] Nebenform von παρέχω, bereit halten, Il. 4, 229, darbieten, 9, 639.
Greek (Liddell-Scott)
παρίσχω: τύπος παράλληλος τοῦ παρέχω, παρισχέμεν (τοὺς ἵππους), παρασχεῖν, προσαγαγεῖν αὐτῷ, Ἰλ. Δ. 229˙ παρέχω, προσφέρω, αὐτόθι Ι. 638, Πινδ. Π. 8. 109.
French (Bailly abrégé)
prés. inf. épq. παρισχέμεν;
c. παρέχω.
Étymologie: παρά, ἴσχω.
English (Autenrieth)
(parallel form of παρέχω), inf. παρισχέμεν: hold by or ready, offer; τινί τι, Δ 22, Il. 9.638.
English (Slater)
Greek Monolingual
Α
1. ετοιμάζω, κρατάω έτοιμο, έχω κοντά
2. προσφέρω, δίνω, παρέχω κάτι
3. προνοώ, προβλέπω, προμηθεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»].