πεδιακός

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐᾰκός Medium diacritics: πεδιακός Low diacritics: πεδιακός Capitals: ΠΕΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: pediakós Transliteration B: pediakos Transliteration C: pediakos Beta Code: pediako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or on the plain, τὰ π. Lys.Fr.238 S.    II π., οἱ, in Attica, party of the plain, Arist.Pol.1305a24,Ath.13.4 ; cf. πεδιάσιος, πεδιεῖς.

German (Pape)

[Seite 541] = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πεδίον ἢ ὁ ἐπὶ πεδίου.- Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: πεδιακά· Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς, εἰ γνήσιοςλόγος ἐστί. Μοῖρα τῆς Ἀττικῆς ἐστιν, ἣ ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἐκαλεῖτο πεδίον. εἶχε δὲ καὶ προβάτων νομὰς καὶ τὰ ἐντεῦθεν, ὡς ἔοικεν, ἐκαλεῖτο πεδιακά, ἔστε δὲ καὶ παρ’ἄλλοις ῥήτορσι τοὔνομα». ΙΙ. οἱ πεδιακοὶἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 9, ἄλλη δὲ (δηλ. στάσις) τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. σ. 18, 10 Blass. · οἱ πεδιεῖς, δηλ. οἱ πεδινοὶ οἱ ἀνθιστάμενοι πρὸς τὸν Πεισίστρατον (πρβλ. πάραλος ΙΙ), ἐκαλοῦντο δὲ καί, οἱ ἐκ τοῦ πεδίου Ἡρόδ. 1. 59 και, οἱ πεδιεῖς Πλουτ. Σόλων 13, Διογ. Λ. 1. 58 (ἔνθα πεδιαίων εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεδιέων)· οἱ πεδιάσιοι παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πάραλοι. - Πρβλ. πάραλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν ’Αθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 345.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de plaine ; οἱ Πεδιακοί les habitants de la plaine, en Attique.
Étymologie: πεδίον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πεδίον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν
βιβλίο απογραφής τών αγρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί
οι κάτοικοι της πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη πολιτική παράταξη που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. Πεδιείς
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεδιακά
οι πεδινές εκτάσεις της Αττικής.