πρόκοιτος

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκοιτος Medium diacritics: πρόκοιτος Low diacritics: πρόκοιτος Capitals: ΠΡΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: prókoitos Transliteration B: prokoitos Transliteration C: prokoitos Beta Code: pro/koitos

English (LSJ)

ὁ, (κοίτη)

   A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c.    II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).

German (Pape)

[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή
2. θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].