προσποίημα

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποίημα Medium diacritics: προσποίημα Low diacritics: προσποίημα Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: prospoíēma Transliteration B: prospoiēma Transliteration C: prospoiima Beta Code: prospoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f.    2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7.    3 disguise, ἐν π. φίλων D.H.10.13, cf. App.BC3.64.

German (Pape)

[Seite 778] τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσποίημα: τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ προσηκόντως, πρόφασις, ἀξίωσις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) προσωπεῖον, προσποίησις, Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce que l’on prend ou prélève pour soi;
2 affectation, faux-semblant, feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσποιοῡμαι
1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση
2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση
3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση
4. πρόσχημα, πρόφαση.