πρόχνυ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Adv.
A utterly, ὥς κε . . ἀπόλωνται π. κακῶς Il.21.460; so ὀλέσθαι π. Od.14.69. II with the knees forward, π. καθεζομένη, i.e. kneeling or crouching, Il.9.570 (where Πρόγνυ shd. perh. be restd., cf. γνύπετος, Skt. Adj. prajñú- (dub. sens.)). III dub. sens. in Antim.Col.2P.: later, simply = πάνυ, A.R.1.1118, 2.249.
German (Pape)
[Seite 799] (πρὸγόνυ), adv., wie γνύξ, knielings, auf den Knieen, in die Kniee; πρόχνυ καθεζομένη, Il. 9, 570, auf den Knieen sitzend, d. i. in die Kniee sinkend, niederknieend; u. weil das in die Kniee Sinken ein Zeichen der Erschöpfung ist, übtr., ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς σὺν παισὶ καὶ ἀλόχοισιν, 21, 460, wie Od. 14, 69, ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι πρόχνυ, darnieder sinkend od. in den Staub stürzend umkommen; vgl. ἐπεὶ πολλῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν, was Od. 14, 69 darauf folgt. Bei sp. D. übh. = sehr, πρόχνυ γεράνδρυον, Ap. Rh. 1, 1118; = wirklich, 2, 249.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχνῠ: Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ γνύξ, μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», πρόχνυ καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς, ὅπως ἀπολεσθῶσιν παντάπασι κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, πρόχνυ ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ πρόχνυ παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = πάνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à genou, sur les genoux;
2 de fond en comble, entièrement.
Étymologie: πρό, γόνυ.
English (Autenrieth)
(γόνυ): (forward) on the knee, ‘on her knees,’ Il. 9.570; fig., ἀπολέσθαι, laid ‘low,’ ‘utterly’ destroyed, Il. 21.460.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.)
2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.)
3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι συνθ. από την πρόθεση προ και τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ- της λέξης γόνυ (πρβλ. γνύξ). Προβλήματα γεννά το δασύ -χ- του τ., το οποίο οφείλεται πιθ. σε εκφραστική δάσυνση. Το επίρρ. πρόχνυ με αρχική σημ. «πάνω στα γόνατα, με τα γόνατα προς τα εμπρός» χρησιμοποιήθηκε μτφ. με σημ. «ολοκληρωτικά, ολοσχερώς» κυρίως στο ομηρικό κείμενο μαζί με το ρ. ὄλλυμι «καταστρέφω»].