στακτός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στακτός Medium diacritics: στακτός Low diacritics: στακτός Capitals: ΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: staktós Transliteration B: staktos Transliteration C: staktos Beta Code: stakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A oozing out in drops, trickling, distilling, μύρα Ar.Pl.529; σμύρνη Hp. Ulc.12, cf. Thphr.HP9.4.10, Od.29, Edict.Diocl.Delph.22; χυλοί Pl. Criti.115a; σ. ἔλαιον oil that runs off without pressing, virgin-oil, Gp. 7.12.20; σ. ἅλμη brine, ib.20.46.5; σ. κονία lime-water, ib.6.7.1 (but = lye from wood-ashes in Gal.13.569).    2 στακτά, τά, perh. filtering vessels, Ath.Med. ap. Orib.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 928] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.

Greek (Liddell-Scott)

στακτός: -ή, -όν, (στάζω) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, μύρον Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν ἔλαιον, τὸ ἐκρέον ἄνευ μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον ἔλαιον καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ στακτή, Γεωπ. 7. 12, 20· στ. ἅλμη αὐτόθι 20. 46, 5· στ. κονία, «ἀσβεστόνερον», αὐτόθι 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, ἴσως ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui coule goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΜΑ στάζω
νεοελλ.
φρ. «στακτό κόμμι»
χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκρέει αργά, σταγόνα σταγόνα (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», Αριστοφ.
β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν στακτή, ἡ δὲ πλαστή», Θεόφρ.)
2. (για λάδι) αυτό που εκρέει μόνο του, χωρίς μηχανική πίεση
3. φρ. «στακτὴ κονία» — η στακτή, η αλισίβα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ στακτά
αγγεία κατάλληλα για διήθηση.