ὑετός
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
[ῡ], ὁ, (
A ὕὠ rain, Il.12.133, Hes.Op.545; ποιεῖν ὑετόν Ar.V.263 (lyr.); esp. a heavy shower (whereas ὄμβρος is continuous rain, ψεκάς or ψακάς drizzle), Antipho5.22, X.Cyn.5.4, Arist. Mete.347a12, Mu.394a31, Chrysipp.Stoic.2.203: pl., rains, Diog. Apoll.3, Arist.PA653a4. II as Adj. in Sup., ἄνεμοι ὑετώτατοι the rainiest winds, Hdt.2.25 (where θυετιώτατοι cod. D., ὑετιώτατοι Hude). [ῡ Hom., Hes., Att.; later ῠ in ῠετοῖο Nic.Th.273.]
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, der Regen; Il. 12, 133; Hes. O. 547; Ar. Vesp. 263; ἀνέμων καὶ ὑετῶν γιγνομένων, Plat. Epin. 979 a; bes. Platzregen, mehr als ὄμβρος, Arist. mund. 4 u. meteorol. 1, 9. – Adject., ἄνεμοι ὑετώτατοι, Her. 2, 25, die regenhaftesten Winde, wo Buttmann ὑετιώτατοι schreiben wollte. – [Im gen. ὑετοῖο ist des Verses wegen υ kurz gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑετός: [ῡ], ὁ· (ὕω)· - βροχή, Λατ. pluvius, Ἰλ. Μ. 133, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 543· ποιεῖ ὑετὸν Ἀριστοφ. Σφ. 263· - μάλιστα ῥαγδαία βροχή, Λατ. nimbus, ἐν ᾧ ὄμβρος, Λατ. imber, εἶναι διαρκὴς βροχή, καὶ ψεκὰς ἢ ψακὰς ἡ κατὰ μικρὰς σταγόνας πίπτουσα, «ψιχάλα», Ξεν. Κυν. 5, 4. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 6, πρβλ. Ἀντιφῶντα 132. 8· πληθ., βροχαί, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐν τῷ ὑπερθετ., ἄνεμοι ὑετώτατοι, οἱ βροχερώτατοι ἄνεμοι, Ἡρόδ. 2. 25, - ἔνθα ὁ τύπος ὑετιώτατοι θὰ ἦτο ὁ κανονικώτερος. [Ἐν τῇ Ἐπικ. γεν. ὑετοῖο, τὸ υ βραχύνεται διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
forte pluie, pluie continue.
Étymologie: ὕω.
English (Autenrieth)
(ὕω): shower, Il. 12.133†.
English (Strong)
from a primary huo (to rain); rain, especially a shower: rain.
English (Thayer)
ὑετοῦ, ὁ (ὕω to rain), from Homer down, the Sept. for גֶּשֶׁם and מָטָר, rain: L T Tr WH omit ὑετόν; on this passive see ὄψιμος and πρώϊμος); ibid. 18; Revelation 11:6.
Greek Monolingual
ο / ὑετός, ΝΜΑ
η βροχή
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών
2. φρ. «ημέρα υετού»
(μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού
αρχ.
(κυρίως) ραγδαία, ορμητική και συνεχής βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕω / ὕει «βρέχει» + επίθημα -ετός (πρβλ. νιφ-ετός, παγ-ετός)].