ἀναβιόω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A ἀναβιοῖ Arist.Mir.832b6 (but ἀναβιώσκομαι (q. v.) is the common pres.): aor. 2 ἀνεβίων (v. infr.), ἀνεβίουν Luc.Hist.Conscr. 40; later aor. 1 ἀνεβίωσα Arist.HA587a24, Thphr.HP4.14.12: also aor. Med. ἀναβιώσασθαι Lib.Or.12.50: pf. ἀναβεβίωκα E.ap. Phot.p.107 R., Luc.<*>:—come to life again, <*> Ar.Ra.177; ἐπειδὴ ἀνεβιω And.1.125; ἀναβιοὺς ἐλεγεν Pl.R.614b:— also Med., ἀναβιοῦσθαι Plu.2.377b.
German (Pape)
[Seite 181] (s. βιόω), 1) wieder aufleben, praes. nur Schol. Pind. P. 3, 96; bes. aor. II. ἀνεβίων, Plat. Rep. X, 614 b; Ar. Ran. 177 u. sonst. – 2) aor. I. med., wieder beleben, αὐτὸν ἀναβιώσασθαι Plat. Phaed. 89 b; Crates bei B. A. 395; auch ἀνεβίωσα, Palaeph. 41, wie Plut. prof. virt. sent. p. 267, wo auch ἀναβεβίωκα steht, beides intrans.; ἀναβιώσεις Ael. N. A. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβιόω: ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ ἀναβιώσκομαι εἶναι ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν πάλιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· ἐπειδὴ ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀναβιώσω, ao.2 ἀνεβίων, pf. ἀναβεβίωκα;
revivre.
Étymologie: ἀνά, βιόω.
Spanish (DGE)
(ἀναβῐόω) • Alolema(s): ἀμβ- EM 1036
1 volver a la vida, revivir, resucitar ἀναβιοίην νυν πάλιν Ar.Ra.177, cf. E.Fr.955eSn., And.Myst.125, Pl.R.614b, Arist.Mir.832b6, HA 587a24, Hyp.Phil.8, Luc.Hist.Cons.40, Nec.1, Cat.13, I.AI 18.14, Plu.2.85c, Ael.NA 2.29, de la resurrección de la carne, 2Ep.Clem.19.4
•en v. med.-pas., Pl.Phd.89b, Sannyr.10B, Lib.Or.12.50, D.C.51.14.6, Philostr.VA 4.45, dud. en BGU 1040.42 (II a.C.).
2 vivir Eus.DE 3.5.
Greek Monotonic
ἀναβιόω: μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ ἀνεβίων ή -εβίουν· παρακ. -βεβίωκα· επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.