ἀδέω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ᾱ],
A to be sated with, c. dat., only in aor. and pf., μὴ ξεῖνος . . δείπνῳ ἁδήσειε lest he should be sated with the repast, feel loathing at it, Od.1.134 (v.l. ἀηδήσειε) καμάτῳ ἁδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with toil and sleep, Il.10.98, cf. 312,399,471, Od.12.281; cf.ἅδην.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέω: (ἄω, satio) εἶμαι κεκορεσμένος, καταβεβλημένος, αἰσθάνομαι ἀηδίαν, (μόνον ἐν δυσὶν Ὁμ. τύποις ἀπαντᾷ: ἐν τῇ εὐκτ. τοῦ ἀορ. α΄. καὶ τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἄω)· μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀδήσειεν, μήπως… αἰσθανθῇ ἀηδίαν πρὸς τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 134 (πρβλ. ἀηδέω)· καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι ἐκ τοῦ κόπου καὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Κ. 98, πρβλ. 312, 399, 471, Ὀδ. Μ. 281.· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς τύποις τούτοις ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, ὡς ἐν τῷ ἀδολέσχης, καὶ τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων καὶ φερέγγυοι πηγαί, συμφωνοῦσιν εἰς τὴν μετὰ ἁπλοῦ δ γραφήν· ἐν ᾧ ἐν τῷ ἄδην ἢ ἅδην τὸ α εἶναι βραχύ, πλὴν μιᾶς φράσεως, ἐν ᾗ αἱ αὐταὶ πηγαὶ ἔχουσιν ἔδμεναι ἄδδην (Ἰλ. Ε. 203), ὁ Monro γράφει ἄδην, ὁ Heyne καὶ ὁ Βουττμ. θεωροῦσι τὸ α φύσει μακρόν, ἀλλ’ ἀδυνατοῦσι νὰ ἐξηγήσωσι πῶς τὸ ἄδην ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει ᾰ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἅδην).
French (Bailly abrégé)
1 être dégoûté de, se dégoûter de, τινι;
2 être las, fatigué, accablé de, τινι.
Étymologie: cf. ἄδος et ἄω.
English (Autenrieth)
only aor. opt. ἀδδήσειε, perf. part. ἀδδηκότες, also written ἆδη- and ἇδη-: be satiated, feel loathing at; καμάτῳ, ὕπνῳ, ‘be overwhelmed with.’
Greek Monotonic
ἀδέω: [ᾱ], (ἄω, satio), είμαι κορεσμένος, χορτάτος (απαντά μόνο σε δύο ομηρ. τύπους· ευκτ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ.)· μὴ ξεῖνος δείπνῳ ἀδήσειεν, μήπως με το φαγητό αισθανόταν αποστροφή, απέχθεια, αηδία· καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι από τον κόπο και τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.