μέλλον
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
Greek Monolingual
το (ΑM μέλλον)
1. το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή («το μέλλον αόρατον»)
2. στον πληθ. τα μέλλοντα
οι καταστάσεις και τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν (α. «δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τα μέλλοντα» β. «καὶ τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῑστον τοῡ γενησομένου ἄριστος εἰκαστής», Θουκ.)
νεοελλ.
1. η εξέλιξη κάποιου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή πράγματος στον απώτερο χρόνο («το μέλλον του θα είναι λαμπρό»)
2. φρ. α) «άνθρωπος με μέλλον» — άνθρωπος με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του
β) «έχουμε μέλλον ακόμη» — θα αργήσουμε πολύ για κάτι
μσν.
φρ. α) «διατάσσω τὰ μέλλοντα» — καθορίζω το μέλλον
β) «σκοπεύω τὸ μέλλον» — προνοώ για κάτι που θα συμβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. μέλλον της μτχ. του ρ. μέλλω (πρβλ. καθεστώς)].