μεγαληνορία
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
Dor. μεγᾰλ-ᾱνορία, ἡ,
A manliness, self-confidence, Pi.N.11.44 (pl.). 2 haughtiness, E.Ph.184 (lyr., sed -ηγορ- Sch.).
German (Pape)
[Seite 105] ἡ, große Mannhaftigkeit, hoher Muth, gew. tadelnd, Hochmuth, μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, Pind. N. 11, 44; μεγαλανορίαισιν ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις, Eur. Heracl. 357; Phoen. 185; Mesomed. Hymn. in Nemes. 19.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰληνορία: ἡ, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία, Πινδ. Νεμ. 11. 57, ἐν τῷ πληθυντ.· - ὑπερηφανία, Εὐρ. Φοίν. 185, Ἡρακλεῖδαι 356.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 grand dessein;
2 orgueil.
Étymologie: μεγαλήνωρ.
Greek Monolingual
μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) μεγαλήνωρ
1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία
2. περηφάνια.
Greek Monotonic
μεγᾰληνορία: ἡ, μεγάλη ανδρεία, περήφανη αυτοεκτίμηση, υπεροψία, σε Πίνδ., Ευρ.