ἀκόντισμα

From LSJ
Revision as of 17:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόντισμα Medium diacritics: ἀκόντισμα Low diacritics: ακόντισμα Capitals: ΑΚΟΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: akóntisma Transliteration B: akontisma Transliteration C: akontisma Beta Code: a)ko/ntisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A distance thrown with javelin, ἐντὸς ἀκοντίσματος within dart's throw, X.HG4.4.16.    II dart, javelin, Str.4.6.7 (pl.), Plu.Alex.43, Arr.Tact.9.1.    III in pl., = the concrete ἀκοντισταί, Plu.Pyrrh. 21.

German (Pape)

[Seite 77] τό, 1) der Wurf, Schuß, ἐντὸς τοῦ ἀκ. οὐ προσῄεσαν Xen. Hell. 4, 4, 16, auf Schußweite kamen sie nicht heran; μακρότατον Equ. 12, 13. – 2) Plut. Al. 43 πολλῶν ἀκ. κατάπλεως, das Geworfene, Speere; Andere erkl. Schüsse = Schußwunden, wie Timol. 4 ἀκοντίσματα neben πληγαὶ ἐκ. χειρός stehen; aber Pyrrh. 21 sind ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα = ἀκοντισταὶ καὶ τοξόται.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόντισμα: -ατος, τό, ἡ ἀπόστασις ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον ἀκόντιον, ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως μέχρι τῆς ὁποίας ἀκόντιον φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον πρᾶγμα, βέλος, ἀκόντιον, Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 portée du trait;
2 javelot lancé ou fixé dans un corps;
3 τὰ ἀκοντίσματα corps de soldats armés de javelots.
Étymologie: ἀκοντίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 tiro de jabalina ἐντὸς ἀκοντίσματος a tiro de jabalina X.HG 4.4.16, χρῆσθαι πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίσμασι Plb.10.30.7, ἀκοντίσμασί τε καὶ σφενδονήμασι D.C.Epit.8.2.11.
2 jabalina, dardo Str.4.6.7, Plu.Alex.43, Arr.Tact.9.1.
3 plu. ἀκοντίσματα cuerpo de tiradores de jabalina Plu.Pyrrh.21.

Greek Monolingual

το (Α ἀκόντισμα) ἀκοντίζω
νεοελλ.
1. το ρίξιμο του ακοντίου
2. το ακόντιο ως αγώνισμα
αρχ.
1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο
2. το ίδιο το ακόντιο
3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα
οι ακοντιστές.

Greek Monotonic

ἀκόντισμα: -ατος, τό (ἀκοντίζω),
I. απόσταση που διατρέχει το ακόντιο, σε Ξεν.
II. αυτό που εξακοντίζεται, βέλος, ακόντιο, σε Πλούτ.
III. στον πληθ. = ἀκοντισταί, στον ίδ.