στάθμα

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

English (Slater)

στάθμα (-ας, -ᾳ, -αν.)
   a finishing line met. καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7)
   b measuring line met. στάθμας δέ τινος (τινες coni. Sheppard) ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.90)
   c rule met. πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (I. 9.4) τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα ( to the standard of what is due to a father, Gildersleeve) (P. 6.45)