κακοζηλία

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοζηλία Medium diacritics: κακοζηλία Low diacritics: κακοζηλία Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΙΑ
Transliteration A: kakozēlía Transliteration B: kakozēlia Transliteration C: kakozilia Beta Code: kakozhli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unhappy imitation or rivalry, v.l. for -ζηλωσία, Plb.10.22.10 (ap. Suid. s.v. Φιλοποίμην).    II Rhet., of style, affectation, Luc.Salt. 82, Demetr.Eloc.189.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, schlechte, verkehrte Nachahmung; ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων Luc. Salt. 82; schlechter, verkehrter Eifer, Pol. 10, 25, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοζηλία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ κακόζηλος, ἀντίθετον τῷ εὐζηλία, Πολύβ. 10. 25, 10· ἰδίως ἐπὶ ὕφους, κακόζηλος μίμησις, «γίνεται δὲ ὥσπερ ἐν λόγοις οὕτω καὶ ἐν ὀρχήσει ἡ πρὸς τῶν πολλῶν λεγομένη κακοζηλία, ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων» Λουκ. π. Ὀρχ. 82.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais goût, affectation.
Étymologie: κακόζηλος.

Greek Monolingual

ἡ (AM κακοζηλία) κακόζηλος
(ρητ.) υπερβολική προσποίηση, επιτήδευση, εκζήτηση
μσν.-αρχ.
κακός ζήλος, κακή μίμηση.

Greek Monotonic

κᾰκοζηλία: ἡ, ατυχής μίμηση, προσποίηση, σε Λουκ.