παρέκβασις

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκβᾰσις Medium diacritics: παρέκβασις Low diacritics: παρέκβασις Capitals: ΠΑΡΕΚΒΑΣΙΣ
Transliteration A: parékbasis Transliteration B: parekbasis Transliteration C: parekvasis Beta Code: pare/kbasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A going aside from: metaph., deviation from, τοῦ δικαίου Arist.Pol. 1307a7.    2 esp. of the deviations of constitutional forms, as τυραννίς is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of ἡ πολιτεία, Id.EN1160a31, cf. Pol.1279a20, 1283a29, al.    II digression, Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π., D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.Rh.1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.P.3.101.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, Abweichung vom rechten Wege, rechten Maaße, Arist. eth. 8, 12 pol. 3, 7 u. öfter; Abschweifung in der Rede, Isae. 6, 59, Pol. 3, 9, 6; ἵνα μὴ μακρὰς ποιώμεθα τὰς παρεκβάσεις, D. Sic. 1, 37; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκβᾰσις: ἡ, τὸ παρεκβαίνειν· - μεταφορ., ἔκκλισις ἀπό τινος, τοῦ δικαίου Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 5. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ χείρω παρεκκλίσεων τῶν κυριωτέρων τύπων πολιτευμάτων, οἷα ἡ τυραννὶς εἶναι παρέκβασις τῆς βασιλείας, ἡ ὀλιγαρχία τῆς ἀριστοκρατίας, ἡ δημοκρατία τῆς πολιτείας. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 2 κἑξ., πρβλ. Πολιτικ. 3. 6, 11., 3. 7, 5., 3. 13, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. παρέκβασις ἀπὸ τοῦ προκειμένου, Ἰσαῖ 62. 13, Πολύβ., κλ.· κατὰ παρέκβασιν Πολύβ. 3. 2, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déviation (de la forme d’un gouvernement).
Étymologie: παρεκβαίνω.

Greek Monotonic

παρέκβᾰσις: -εως, ἡ, παρέκκλιση, απομάκρυνση από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η τυραννίς είναι η παρέκβασις από τη μοναρχία, η ολιγαρχία από την αριστοκρατία, στον ίδ.