χαλιναγωγέω
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
A guide with or as with bit and bridle, γλῶσσαν, σῶμα, Ep.Jac.1.26, 3.2, cf. Luc.Salt.70, Tyr.4; ἄνθρωπον Vett.Val. 248.25, cf. Chor.32.139p.376 F.-R., Lib.Decl.3Intr.1.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῑνᾰγωγέω: τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, ἀναχαιτίζω, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
conduire avec le frein.
Étymologie: χαλιναγωγός.
English (Strong)
from a compound of χαλινός and the reduplicated form of ἄγω; to be a bit-leader, i.e. to curb (figuratively): bridle.
English (Thayer)
χαλιναγώγω; 1st aorist infinitive χαλιναγωγῆσαι; (χαλινός and ἄγω); to lead by a bridle, to guide (ἵππον, Walz, Rhett. Graec. i., p. 425,19); tropically, to bridle, hold in check, restrain: τήν γλῶσσαν, τό σῶμα, τάς τῶν ἡδονῶν ὀρεξεις, Lucian, tyrann. 4. (Pollux 1 § 215.))
Greek Monotonic
χᾰλῑνᾰγωγέω: οδηγώ με χαλινάρι, χαλιναγωγώ, σε Λουκ., Κ.Δ.