ἀποστυφελίζω

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστῠφελίζω Medium diacritics: ἀποστυφελίζω Low diacritics: αποστυφελίζω Capitals: ΑΠΟΣΤΥΦΕΛΙΖΩ
Transliteration A: apostyphelízō Transliteration B: apostyphelizō Transliteration C: apostyfelizo Beta Code: a)postufeli/zw

English (LSJ)

   A drive away by force from, τινά τινος Il.18.158, AP 7.603 (Jul. Aegypt.).

German (Pape)

[Seite 328] (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχθων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστῠφελίζω: ἀπωθῶ, ἀποδιώκω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀπομακρύνω, τινά τινος Ἰλ. Σ. 158, Ἀνθ. Π. 7. 603.

French (Bailly abrégé)

repousser ou séparer avec violence : τινά τινος une personne d’une autre.
Étymologie: ἀπό, στυφελίζω.

English (Autenrieth)

only aor. ἀπεστυφέλιξε, -αν: smite back, knock back (from); τινός, Il. 18.158. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀποστῠφελίζω)
separar c. gen. separat., sin ac. expreso, (a Héctor) νεκροῦ Il.18.158, μόχθων AP 7.603 (Iul.Aegypt.)
c. ac. y gen. separat. τρυφάλειαν ... κομάων Nonn.D.21.7
c. ac. y giro preposicional arrojar Γλαῦκον ἀπεστυφέλιξαν ἐπὶ χθονὶ λυσσάδες ἵπποι Nonn.D.11.143.

Greek Monolingual

ἀποστυφελίζω (Α)
απομακρύνω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»].

Greek Monotonic

ἀποστῠφελίζω: μέλ. -ξω, απωθώ κάποιον με τη χρήση βίας από, απομακρύνω από, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.