ἄρδις
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A point of an arrow, acc. ἄρδιν Hdt.4.81; acc. pl. ἄρδις (Ion.) 1.215; gen. ἀρδίων 4.81:—on A.Pr.880 v. ἄπυρος. II arrow, Lyc.63.
German (Pape)
[Seite 348] εως, ἡ, Pfeilspitze, Stachel, Aesch. Prom. 881; Her. 1, 215. 4, 81 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acc. pl. ion. ἄρδις;
1 pointe de javelot, dard;
2 aiguille.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
• Morfología: [jón. ac. plu. ἄρδις Hdt.1.215]
1 punta οἴστρου δ' ἄ. ... ἄπυρος el dardo no forjado del tábano A.Pr.879
•gener. punta de flecha Hdt.1.215, 4.81, Call.Fr.70.
2 por extensión, en plu. flechas, dardos Lyc.63, AP 15.26.18 (Dosiad.), tb. en sg. Lyc.914.
• Etimología: Dud. de *ardi-, cf. airl. aird ‘punto’, ‘dirección’, germ. erta de *artjan, ai. ardayati ‘dañar’.
Greek Monolingual
ἄρδις (-εως), η (Α)
1. η μύτη, η αιχμή βέλους
2. το κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) aird (< ardi -) «άκρη, μύτη, αιχμή», «σημείο», «κατεύθυνση, τάση», (γερμ.) erta (< artjan) (μσν. ινδ.) ali (< adi, IE rdi -) «αράχνη» ή «σκορπιός»].
Greek Monotonic
ἄρδις: ἡ, αιτ. ἄρδιν, Ιων. πληθ. ἄρδις [ῑ], γεν. ἀρδέων· αιχμή βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.