ἀσιγησία
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ἡ,
A inability to keep silence, Plu.2.502c.
German (Pape)
[Seite 370] ἡ, das Nichtschweigen, Plut. garrul. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῑγησία: ἡ, τὸ μὴ σιγᾶν, πολυλογία, καὶ τοῦτο ἔχει πρῶτον κακὸν ἡ ἀσιγησία τὴν ἀνηκοΐαν Πλούτ. 2. 502C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impuissance à se taire.
Étymologie: ἀ, σιγάω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ incapacidad de estar callado κακὸν ἡ ἀ. Plu.2.502c.
Greek Monolingual
ἀσιγησία, η (Α) ασίγητος
το να μη σιωπά κανείς, η αδυναμία κάποιου να παραμείνει για λίγο σιωπηλός.