βαρυσίδηρος
From LSJ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A heavy with iron, Plu.Aem.18.
German (Pape)
[Seite 435] ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un fer ou d’un acier pesant (épée).
Étymologie: βαρύς, σίδηρος.
Spanish (DGE)
-ον
de hierro pesado ὀρθὰς δὲ ῥομφαίας βαρυσιδήρους ... ἐπισείοντες blandiendo mandobles de hierro pesados y rectos PIu.Aem.18.
Greek Monolingual
βαρυσίδηρος, -ον (AM)
βαρύς από το πολύ σίδερο.
Greek Monotonic
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.