διμοιρίτης

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρίτης Medium diacritics: διμοιρίτης Low diacritics: διμοιρίτης Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dimoirítēs Transliteration B: dimoiritēs Transliteration C: dimoiritis Beta Code: dimoiri/ths

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ,

   A one who receives double pay, PLille 27.3 (iii B. C.), Men.Kol.28 (v. Sch.), Arr.An.7.23.3.    2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1.    II leader of a διμοιρία, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5; mate of a ship, Id.JTr.48.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν μερίδιον, λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ ἀρχηγός μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς θεῖον νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d’une demi-cohorte.
Étymologie: δίμοιρος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. διμυρ- Gloss.2.57
I milit.
1 soldado de doble paga Arr.An.6.9.3, 7.23.3, BGU 1266.40, 2386.6, PLille 27.3 (todos III a.C.), RFIC 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.Blasph.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.Col.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius, Gloss.l.c., tb. de un marinero, Luc.ITr.48
que recibe doble porción de alimento τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.Sat.15.
2 jefe de media escuadra (cf. διμοιρία I 3) Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, 42.1, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5, Synes.Insomn.13 (p.170).
II ὁ Δ. Dimoirita n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.Anc.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.Ep.96.

Greek Monolingual

ο (AM διμοιρίτης) διμοιρία
αρχηγός διμοιρίας
νεοελλ.
στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία
μσν.
διμορῑται
ονομασία τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας
αρχ.
αυτός που παίρνει διπλό μισθό.