ἐνάργεια
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
ἡ,
A clearness, distinctness, vividness, Pl.Plt.277c. 2 Philos., clear and distinct perception, Epicur.Ep.1p.11U., al. 3 Rhet., vivid description, D.H.Lys.7; joined with συντομία, Phld. Po.5.3. II clear view, Ἰταλίας Plb.3.54.2, etc. III selfevidence, Phld.Sign.15,al.; ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10; παρὰ τὴν ἐ. contrary to manifest facts, Olymp.in Mete.215.12.
German (Pape)
[Seite 829] ἡ, Klarheit, Deutlichkeit, lebendige Darstellung von Etwas, so daß man es deutlich vor Augen zu sehen glaubt, z. B. Ἰταλίας, Pol. 3, 54, 2; Plat. Polit. 277 c; Pol. 3, 111, 3 u. öfter; bes. bei den Rhett., wie Dionys. iud. Lys. 7 erkl.: δύναμίς τις ὑπὸ τὰς αἰσθήσεις ἄγουσα τὰ λεγόμενα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάργεια: ἡ, σαφήνεια, εὐκρίνεια, τρανότης, Πλάτ. Πολιτικ. 277C· ἐν τῇ ῥητορικῇ, ζωηρὰ περιγραφή, δύναμίς τις ὑπὸ τὰς αἰσθήσεις ἄγουσα τὰ λεγόμενα Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 7. ΙΙ. ἐναργὴς θέα, Πολύβ. 3. 54, 2, κλ., ἴδε· καὶ Μεγ. Ἐτυμ. 337, 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 viveza, claridad τῶν χρωμάτων Pl.Plt.277c.
2 vista, visión, contemplación ἡ τῆς Ἰταλίας ἐ. desde los Alpes, Plb.3.54.2.
3 ret. y lit. viveza descriptiva τὴν δὲ ἐνάργειαν καὶ τὸ πιθανόν Demetr.Eloc.208, ἔχει ... ἐνάργειαν πολλὴν ἡ Λυσίου λέξις D.H.Lys.7.1, ἐ. ... πρώτη μὲν τῶν ἐπιθέτων ἀρετῶν D.H.Pomp.3.17, cf. Dem.58.3, Aristid.Quint.70.14.
4 fil. evidencia esp. fruto de una clara percepción sensorial, Epicur.Ep.[2] 48, Nat.34.21.3, Phld.Sign.15.26, ἡ ἐγδηλοτάτη ἐ. Phld.Elect.13.10, cf. Sens.18.13, τὸ ἐναντίον ... ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10, εἰς ἐνάργειαν νοήσεως Gal.4.80, κατ' ἐνάργειαν de forma evidente Phld.Elect.16.9, παρὰ τὴν ἐνάργειαν contra la evidencia Olymp.in Mete.215.12.
5 relig. manifestación, aparición milagrosa de un dios, epifanía ἐποιήσαντο προφανεῖς ἐναργείας Zeus Panamaro y Hécate IStratonikeia 1101.4 (II d.C.), cf. 512.27 (I a.C.), Eust.629.8.
Greek Monolingual
η (AM ἐνάργεια)
η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως
αρχ.
1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια
2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως
3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα του ευκολοαπόδεικτου
4. (φιλοσ.) σαφής αντίληψη, κατανόηση.