Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θρῖναξ

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῖναξ Medium diacritics: θρῖναξ Low diacritics: θρίναξ Capitals: ΘΡΙΝΑΞ
Transliteration A: thrînax Transliteration B: thrinax Transliteration C: thrinaks Beta Code: qri=nac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ,

   A trident, three-pronged fork, used to stir grain, etc., Ar.Pax567, Nic.Th.114, PFay.120.3 (i/ii A.D.); as a signet, Tab.Heracl.1.5. [ῑ: later ῐ, AP6.95 codd. (Antiphil.).]

German (Pape)

[Seite 1219] ακος, ὁ (τρεῖς – ἀκή, für τρῖναξ, was zu vgl.), Dreizack, dreizinkige Gabel, zum Worfeln des Getreides; αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar. Pax 559; Nic. Th. 114, wo der Schol. γεωργικὸν σκεῦος erkl., ἔχον τρεῖς ἐξοχὰς καὶ σκόλοπας ἀπωξυμμένους, ᾡ τοὺς ἀστάχυας τρίβουσι καὶ λικμῶσι. Das ι ist kurz bei Antiphil. 4 (VI, 95), καὶ παλιουρόφορον, χεῖρα θέρευς, θρίνακα.

Greek (Liddell-Scott)

θρῖναξ: -ᾰκος, ὁ, (τρίς, τρεῖς) τρίαινα, τρίκρανον ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀνεκάτωνον τὸν σῖτον, «καρπολόγι», Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Νικ. Θ. 114 ἔνθα ῑ, ἀλλὰ μεταγεν. καὶ ῐ, Ἀνθ. Π. 6.95 · πρβλ. Δράκ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ou θρίναξ;
ακος (ὁ) :
fourche à trois pointes.
Étymologie: τρίς -- DELG cf. angl. snag « pointe ».

Greek Monolingual

(I)
θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)
γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη -ᾰξ. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό τρι- (< τρία), δηλ. < ΙE tri-snak- (πρβλ. αγγλ. snag «αιχμή») ή < ΙE trisn-ak- «με τρεις αιχμές» (πρβλ. άκ-ρος). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το θρίον «φύλλο συκιάς»].———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinax (< αρχ. θρίναξ «τρικράνι», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].

Greek Monotonic

θρῖναξ: -ᾰκος, ὁ (τρεῖς, ἀκή), τρίαινα, σε Αριστοφ.