λιβάς
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
άδος, ἡ, (λείβω)
A anything that drips or trickles, esp. spring, fount, stream, S.Ph.1215 (lyr.), E.Andr.116, 534 (lyr.); λ. νυμφαία Antiph.52.13; standing water, Babr.24.6: in pl., streams, λιβάσιν ὑδρηλαῖς . . πηγῆς A.Pers.613; δακρύων λιβάδες streams of tears, E.IT 1106 (lyr.); γάλακτος A.R.4.1735; also ἀραιὰ ἡ Αἴγυπτος καὶ ῥᾳδία λιβάδας διαδοῦναι Ephor.65 J.: in pl., also of pools of water that collect after rain, ὑπόνομοι λ. Str.8.6.21, cf. Gal.6.627, Gp.2.6.14; of marshes, Thphr.HP2.4.4; cf. λιβάζω. II vessel that drips when under the influence of heat, a rudimentary thermometer, Hero Spir.2.8.
German (Pape)
[Seite 42] άδος, ἡ (λείβω), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα λιβάς, Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch λίψ.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβάς: -άδος, ἡ, (√ΛΙΒ, λείβω, πρβλ. λίψ)· ― πᾶν ὅ,τι καταπίπτει ἢ στάζει, ἰδίως πηγή, ῥύαξ, Σοφ. Φιλ. 1215, Εὐρ. Ἀνδρ. 116, 534· πρβλ. νυμφαῖος· στάσιμον ὕδωρ, Βαβρ. 24. 6· ― ἐν τῷ πληθ., ῥυάκια, λιβάσιν ὑδρηλαῖς... πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613· δακρύων λιβάδες, ῥύακες δακρύων, Εὐρ. Ι. Τ. 1106· γάλακτος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1735· ― τὸ ὄνομα λιβάδες ἐδίδετο εἰς λιμνάζοντα ὕδατα συναγόμενα ἐκ βροχῆς, ὑπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2. 6, 14· τοιαύτη δὲ ἑλώδης γῆ ἐκαλεῖτο γῆ λιβάζουσα Πολυδ. Α΄, 238.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
tout liquide s’épanchant goutte à goutte en parl. de l’eau d’une source, de larmes.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.
Greek Monolingual
(I)
λιβάς, -άδος, ἡ (ΑM)
λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.)
αρχ.
1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού
2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την επίδραση της θερμότητας
3. στον πληθ. αἱ λιβάδες
α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», Αισχύλ.
β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», Ευρ.)
β) έλη, στάσιμα νερά
4. φρ. «λιβάς νυμφαία» — καθαρό πηγαίο νερό, (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -άς].———————— (II)
λιβάς, -άδος, ὁ (Μ)
λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. λιβάς (ἡ), με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
λῐβάς: -άδος, ἡ (λείβω), καθετί που πέφτει ή στάζει, πηγή, ρυάκι, σε Σοφ., Ευρ.· στάσιμο νερό, σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.